Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

TO ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (Από τις σημειώσεις του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη για το έργο)

Τότε ακριβώς, κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, πρόσθεσε:

- Τελείωσα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύ-σει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi (<<Βασιλική Πηγή>>! Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).

Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρω-ρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.
  
Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίηση που η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ, ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ… με τράβηξαν σα μαγνήτες.

Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα : Το ένα ήραν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστε-ρού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρ-χαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή: Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙ-ΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου.

Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε… Όμως ήμουν τάχα ώριμος για να περάσω απ΄το Τραγούδι και τον Κύκλο Τραγουδιών στο Ορατόριο; Θα χρησιμοποιούσα συμφωνική ορχήστρα; Και πως; Θα έβαζα και χορωδία; Με ποια εναρμόνιση; Ποιες άλλες τεχνικές; Άντεχε τάχα η αντίστιξη σ΄ένα έργο που ήθελα να παραμείνει λαϊκό;


Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου. Η ιδέα του Αναγνώστη, δηλαδή η παρουσίαση κειμένων στο δίσκο ήταν δική μου. Και γιατί, όπως είπα, ήθελα να είμαι πιστός στη μορφή της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή στη λειτουργία, αλλά και γιατί πίστευα ότι το μεγάλο κοινό θα πρέπει να μυηθεί στον ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα είχε να κάνει με τη μνήμη του λαού μου, που λέει και ο ποιητής. Ήθελα οι επόμενες γενιές να έχουν σαν Ευαγγέλιό τους τα σύγχρονα πάθη της φυλής : την Αλβανία, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο.




Τα στοιχεία αυτά, νομίζω, είναι χρήσιμα για να κατανοηθεί το περιεχόμενο της μουσικής μου εκείνου του καιρού. Ήταν μια έκρηξη που προετοιμάστηκε από πολύ παλιά. Όποιος διαβάσει τους ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ, θα καταλάβει τη μυστική γονιμοποίηση. Για πρώτη φορά υπήρξε συμφιλίωση, έρωτας, βαθιά ψυχική σχέση μ΄ένα ολόκληρο λαό. Και ως φαίνεται, αυτή η απέραντη ευφορία που ένιωθα, έκανε ν΄αναβλύζουν από τα μέσα μου ασταμάτητα οι μελωδίες και οι ιδέες. Ο θρίαμβος της μουσικής μου θρυμμάτιζε όλα τα εμπόδια, όλα τα κατε-στημένα που με περικύκλωναν. Ηγεσίες. Εξουσίες. Βία. Ασχήμια, πράγ-ματα που με περικύκλωναν απ΄όλες τις πλευρές : Δεξιά – Αριστερά – Κέντρο, δηλαδή το σύνολο των πολιτικών εξουσιών, αλλά και Ανατολικά – Δυτικά, δηλαδή το σύνολο των ιδεολογιών, που με τρόμαζαν, γιατί πίσω από τις προσόψεις έβλεπα καθαρά, ήδη από τη δεκαετία του ΄50, το αποκρουστικό πρόσωπο του Εξουσιαστή, τέλος πάντων, όλα τα αρνητικά, που με καταπίεζαν και που με ανάγκασαν να απομονωθώ στις <<σπηλιές>> του σπιτιού του Παρισιού με συντροφιά τη συμφωνική μουσική, για πρώτη φορά τα έβλεπα να σπάζουν γύρω μου, έβλεπα ξανά ελεύθερος τον κόσμο, το λαό, τους Έλληνες, τη νεολαία, κι ίσως γι΄αυτό η μουσική μου έκφραση θέλησε να γίνει η έκφραση της ίδιας της ψυχής –της αγνής και διψασμένης- όλου αυτού του πλήθους, του λαού, του ελληνικού λαού, που αδέσμευτος μπορούσα πιά να επικοινωνώ ελευθέρα μαζί του. Ήταν μια μέθη. Ήταν μια γιορτή.

Πηγή: http://theodorakism.blogspot.gr/2014/01/blog-post_17.html


O Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πως έγραψε το Αξιον Εστί.
«Οσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ηταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ητανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοιρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ηταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ητανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ητανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοιρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».

Πηγή: iefimerida