Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Ηλίας Κεφάλας, Ποίηση ή Ηθική;

Το Σάββατο 19-11-2016 έλαβε χώρα η ημερίδα του περιοδικού ΔΕΚΑΤΑ του Ντίνου Σιώτη με θέμα "Ποίηση και ηθικές αξίες" με 20 ομιλητές. Χώρος η Στοά του Βιβλίου της Αθήνας. Για τους πολλούς φίλους που ζήτησαν το κείμενο της εισήγησής μου το αναρτώ εδώ για να το πάρουν προς πάσαν χρήσιν.
Ηλίας Κεφάλας

ΠΟΙΗΣΗ Ἢ ΗΘΙΚΗ;

Τὸ ἐρώτημα τοῦ τίτλου ἐκφράζει μιὰ γενικῆς φύσεως ἀπορία καὶ ἕναν προβληματισμὸ δεοντολογικῆς ὑφῆς. Ναὶ στὴν ποίηση, ἀνεξαρτήτως τῶν δεσμεύσεων τῆς ἠθικῆς ἤ ναὶ στὴν ἠθική, ἀνεξαρτήτως τῶν βλέψεων τῆς ποιητικῆς τέχνης; Στὸ δέον, φυσικά, τοῦ ζητήματος δὲν ἐμφιλοχωρεῖ καμία ταλάντευση. Ἀπερίφραστα ἐπιλέγουμε τὴν ἠθικὴ ὡς ἔννοια καὶ ὡς ἀρχή, ποὺ πρέπει νὰ διέπει ἐν γένει τὴ ζωή μας καὶ νὰ σφραγίζει κάθε συμπεριφορὰ στὴν καθημερινότητά μας. Ὡστόσο, συνεχίζει καὶ ἐπιμένει τὸ ἐρώτημα, ἡ ἠθικὴ τοῦ ἀτόμου πρέπει νὰ μεταφέρεται στὰ ἔργα τέχνης του; Πρέπει νὰ τὰ ἐπηρεάζει; Τὸ ναὶ κι ἐδῶ εἶναι μιὰ εὔκολη ὑπόθεση. Ἀλλά, τὸ ἐρώτημα ξαναβγαίνει ἀπὸ διπλανὸ δρόμο. Εἶναι ἀναγκαῖο αὐτὸ νὰ συμβαίνει; μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἄν δὲν συμβεῖ, ἡ τέχνη θὰ ἔχει πρόβλημα; Ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ διάφορες σκέψεις μὲ ἀναφορὰ βέβαια σὲ συγκεκριμένες στάσεις τοῦ κοινοῦ μας βίου.
Πρὶν πᾶμε ὅμως παρακάτω θὰ πρέπει νὰ δώσουμε κάποιους ὁρισμούς, οἱ ὁποῖοι ὡς ἕνα βαθμὸ θὰ εἶναι καὶ περιορισμοὶ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μας. Κατ᾽ ἀρχὰς τὶ εἶναι ἡ ποίηση καὶ τὶ εἶναι ἡ ἠθική;
Γιὰ τὴν ποίηση ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ ὁρισμοί, ποὺ εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει κανένας. Ἡ ποίηση, δηλαδή, δὲν ὁρίζεται, ἐπειδὴ δὲν περιορίζεται, ἑπομένως εἶναι τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ ἠθική, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι καὶ τὸ ἀπαραίτητο γνώρισμά της. Κι ἀμέσως ἕνα παρεπόμενο ἐρώτημα:
Ποῦ πρέπει νὰ εἶναι ἠθικὸς ὁ ποιητής; μέσα στὸ ποίημα ἤ μέσα στὸν κόσμο; Γιὰ τὸ δέον τῆς ἀπάντησης, βέβαια, δὲν χρειάζεται σπουδαῖος προβληματισμός. Ὁ κόσμος προηγεῖται σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Ἀλλὰ καὶ πάλι τὸ ποίημα δὲν εἶναι κόσμος; Ἤ, ὁ κόσμος δὲν ὑπεισέρχεται μέσα στὸ ποίημα; Ὅμως ἐπιτρέψτε μιὰ μικρὴ διακοπὴ στὶς περὶ ποιήσεως προβληματικές. Πᾶμε γιὰ λίγο στὴν ἠθική.
Ἡ ἠθικὴ ὡς ὅρος κατάγεται ἀπὸ τὴν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη: ἔθος, ἦθος, ἠθικὴ ὀνόμαζε τὸν τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἐκφράζονται αὐτοὶ ποὺ πράττουν, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὴν «ἠθική» του ὡς ἐπιστήμη τὴν ὀνόμαζε «πρακτικὴ φιλοσοφία», μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι οἱ συνειδητὲς πράξεις ἐπηρεάζουν τὸν πράττοντα καὶ τοὺς ἄλλους. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Ἡράκλειτος, λίγο πιὸ μπροστά, ἤθελε τὸ ἦθος ὡς σταθερὸ τρόπο ἔκφρασης τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ Κικέρων ἀργότερα εἰσήγαγε τὸν ὄρο «ἠθικὴ φιλοσοφία» στὴ Δύση μὲ τὸ ἴδιο περιεχόμενο. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα οἱ μετέπειτα φιλόσοφοι δὲν εἶπαν τίποτα περισσότερο, πέρα ἀπὸ τὸ νὰ ἀποσαφηνίζουν κάθε φορὰ τὰ Ἀριστοτελικὰ λεχθέντα μὲ τὸν δικό τους ἐπίκαιρο τρόπο. Ὁ Ιμάνουελ Κάντ, γιὰ παράδειγμα, εἶπε ὅτι ἡ ἠθικὴ ἐξετάζει τὸ ἐρώτημα «Πῶς πρέπει νὰ ζοῦμε;» ὑπὸ τὸ πνεῦμα ὅτι ὅλοι πιστεύουμε ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἐνστερνιζόμαστε ἐκεῖνες τὶς ἀρχές, ποὺ θὰ θέλαμε νὰ ἔχουν παγκόσμια ἐφαρμογή.
Ἄν φύγουμε τώρα ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ πᾶμε πάλι στὰ δικά μας χωράφια, δηλαδὴ στὴν ποίηση καὶ τοὺς ποιητές, θὰ δοῦμε ὅτι τὰ πράγματα ἀλλάζουν ποικιλότροπα. Οἱ ποιητὲς ὡς δημόσιοι κατήγοροι, ὅπως εἶναι ἡ φυσική τους θέση, προχωροῦν στὴν κριτικὴ στάση ἀπέναντι τῆς ἀπρεποῦς ἤ τῆς ἀνήθικης ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ἐπικρίνοντας, στηλιτεύοντας ἤ ἁπλῶς εἰρωνευόμενοι πρόσωπα καὶ καταστάσεις. Μιλᾶμε γιὰ ποιητὲς ποὺ ἀκοῦν τὴ φωνὴ τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης καὶ ποὺ τολμοῦν νὰ μιλοῦν καὶ ὄχι νὰ ἀδιαφοροῦν ἤ νὰ σιωποῦν. Ὁ ἐλευθερόφρων Ἀρθοῦρος Ρεμπὼ χαρακτήρισε τὴν ἠθικὴ ὡς «ἀδυναμία τοῦ ἐγκεφάλου», ἐνῶ ὁ Ὄσκαρ Οὐάιλντ κατέδειξε τὴν ἠθικὴ ὡς τὸ «καλύτερο καταφύγιο τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸ ὡραῖο». Ἐδῶ ἡ τέχνη προηγεῖται τῆς ἠθικῆς, ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν θετικὴ ἤ ἀρνητικὴ παρουσία της. Οἱ δύο κορυφαῖες καὶ σπάνιες αὐτὲς πνευματικὲς φυσιογνωμίες πιστεύω πὼς ἤθελαν νὰ ποῦν ὅτι ἡ τέχνη εἶναι ἀνεξάρτητη καὶ ὅτι ἔχει τὰ δικά της μέτρα καὶ σταθμά, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν δημιουργό της. Κι ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λίγα λόγια, μπορεῖ νὰ κάνει ὄμορφη τέχνη.
Τὰ ἐρωτήματα ὅμως γύρω ἀπὸ τὴν χρηστὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν τῆς ἠθικῆς καὶ γύρω ἀπὸ τὴν παρεπόμενη ἐπενέργεια αὐτῶν πάνω στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τῆς τέχνης ἐπανέρχονται δριμύτερα καὶ μάλιστα πολλαπλασιάζονται. Ἐπικεντρωνόμαστε στὴν ποίηση καὶ εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ μιλᾶμε γιὰ ὅλες τὶς τέχνες.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἡ ποίηση ἠθική, δηλαδὴ νὰ ἀπαιτεῖς ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὸν δημιουργό της νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἤ ἀπόρροια μιᾶς ἠθικῆς πράξης ἤ ἔννοιας; Μᾶλλον ὄχι. Ἐπειδὴ ἡ ποίηση ὡς τεχνικὸ ἀποτέλεσμα μπορεῖ νὰ εἶναι ἠθικὸ συνακολούθημα, μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶναι. Ἡ μούσα της δὲν ὑπολογίζει κανένα, οὔτε δίνει λογαριασμὸ σὲ κανέναν. Ἀπὸ τὸν δημιουργό της, ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀνωτέρου πνευματικοῦ ἐπιπέδου (τουλάχιστον σήμερα), ἀπαιτεῖς καὶ τὴν ἠθική του ἀκεραιότητα, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἐνυπάρχει στὸν χαρακτήρα του καὶ νὰ ἀντανακλᾶται μέσα στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο. Ἐδῶ ὑπάρχει μιὰ ἰδιομορφία. Ὅσο τὸ ἔργο βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὸν δημιουργό του, ὅσο κατευθύνεται, δηλαδή, ἀκόμα ἀπὸ τὸν πλάστη του, λόγω χρονικῆς καὶ χωρικῆς ἐγγύτητας, τότε ὁ ἠθικὸς χαρακτήρας τοῦ ἔργου εἶναι σχεδὸν ἀναπόσπαστος ἀπὸ αὐτὸν τοῦ δημιουργοῦ. Ὅταν ἡ ἐγγύτητα χάνεται, δηλαδὴ ὅταν ὁ δημιουργὸς ἀνήκει χρονικὰ στὸ ἀπομακρυσμένο παρελθόν, τότε καὶ ὁ ἀποδέκτης του –ὁ θεατὴς, ὁ ἀναγνώστης– σχεδὸν τὸν ξεχνάει καὶ μένει μόνο στὴ διάσταση του ἔργου.
Τὸ ἔργο ἀπὸ μόνο του μπορεῖ ἐνδεχομένως νὰ εἶναι οὐδέτερο ἤ ἀδιάφορο, δηλαδὴ νὰ μὴν προβάλλει ἠθικὸ γνώρισμα. Ἡ ἠθική, ὅμως, τοῦ δημιουργοῦ, ὅταν εἶναι γνωστή, τὸ φθάνει καὶ τὸ ἐπηρεάζει.
Ὁ Μωρὶς Μπλανσό ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη. Ὅταν τὸ ἔργο φύγει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ, λέει, γίνεται ἀμέσως ἀνεξάρτητο καὶ συνεχίζει τὸ μοναχικὸ ταξίδι του μέσα στὸν κόσμο. Προσωπικὰ πιστεύω ὅτι σὲ ζητήματα ἠθικῆς φύσεως ἡ ἐγγύτητα καλλιτέχνη καὶ καλλιτεχνήματος παίζει ἄμεσο ρόλο στὴν ἀνεπιφύλακτη ἀποδοχὴ ἑνός ἔργου. Ὅταν μοῦ ἀρέσει ἕνα ποίημα π.χ. τοῦ χαμένου μέσα στὸν χρόνο Ἀνακρέοντα, δὲν θὰ ἀπασχοληθῶ ποτὲ μὲ τὸ τί ἦταν ἠθικὰ καὶ πῶς διῆγε τὸν βίο του ὁ ποιητής. Θὰ ἐμμείνω μόνο στὴν ὀμορφιὰ τοῦ ποιήματος καὶ θὰ τὸ ἀπολαύσω ἀνεπιφύλακτα. Ἀντιθέτως σήμερα, ἄν καὶ ἡ ἐγγύτητα τείνει νὰ χαθεῖ κι ἐδῶ, δὲν μπορῶ ἀνεπηρέαστα νὰ ἀπολαύσω τὰ θαυμάσια ἐπιτεύγματα τοῦ Ἔζρα Πάουντ, ἐπειδὴ ἡ φρέσκια μνήμη ὅτι ὑπηρέτησε τὸν Ναζισμό, γίνεται ἕνα ἀγκάθι μέσα μου, ποὺ δὲν μοῦ ἐπιτρέπει, παρ᾽ ὅτι θαυμάζω, νὰ ἀποδεχθῶ χωρὶς ὑποφώσκοντα ἐμπόδια τὴν ποίησή του. Τὰ ἐρωτήματα «γιατί;» ἤ «μά, πῶς εἶναι δυνατόν;» θὰ μὲ κατατρῶνε ὑπογείως κατὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἐμπνευσμένων ποιημάτων του. Τὴν ἴδια ἀντίδραση προκαλεῖ καὶ ἡ περίπτωση τοῦ Γκαῖτε: ὅταν κάποτε διάβασα κάποια βιογραφικὰ σχόλια γιὰ τὸν μεγαλειώδη Γερμανὸ ποιητή, ἀπογοητεύθηκα καί, σχεδόν, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος κατέρρευσε μέσα μου. Ἔμαθα ὅτι κρυφὸ χόμπυ τοῦ Γκαῖτε ἦταν νὰ διακορεύει νεαρὲς παρθένες. Σὲ ποιὸ σημεῖο, λοιπόν, ἀρχίζει ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ ἔργου τέχνης καὶ δὲν ἐπωμίζεται τὴν εὐθύνη τῆς ἠθικῆς ἀναλγησίας τοῦ δημιουργοῦ; Ἐδῶ, θὰ πρέπει νὰ ἐπανέλθουμε καὶ πάλι, κατὰ τὴ γνώμη μου, στὴν ἔννοια καὶ τὴ δυναμικὴ ἐπενέργεια τῆς χωρικῆς καὶ χρονικῆς ἐγγύτητας.
Τὸ ὅτι ἡ ποιητικὴ δημιουργία πρέπει νὰ ἔχει συνέπεια ἠθικῶν ἀρχῶν εἶναι κοινὸς τόπος. Ὁ Πλάτων, ἄν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας ἐξαιρετικὸς ποιητής, ἐντούτοις δὲν ἤθελε τοὺς ποιητὲς στὴν Πολιτεία του. Καὶ δὲν τοὺς ἤθελε γιὰ ἠθικοὺς λόγους. Ἡ ποίηση, ἔλεγε, ἐξαπατᾶ τὸ κοινό, παρουσιάζοντας ὡς ἀληθινὰ τὰ ψεύτικα πράγματα. Στὸν ἀντίποδα τῆς κακῆς ἐπιρροῆς τῆς ποίησης βρίσκεται ἡ φιλοσοφία ποὺ στηρίζεται στὸν λόγο καὶ τὴν γνώση καὶ εἶναι ἡ πλέον κατάλληλη γιὰ τὴν ἠθικὴ διαμόρφωση τῶν νέων. Ὁ ποιητὴς κατὰ τὸν Πλάτωνα πρέπει σὰν τὸν φιλόσοφο νὰ βοηθᾶ στὴν μίμηση μόνο τῶν ὠφελίμων πραγμάτων καὶ ὁ στόχος πρέπει νὰ εἶναι μόνον ὁ ἄριστος βίος.
Οἱ ἐποχές, ὅμως, ἔχουν ἀλλάξει καὶ ἡ ποίηση ἔχει πιὸ σύνθετες ἀποστολές. Χωρὶς νὰ ἀπορρίπτονται οἱ πλατωνικὲς ὀνειροφαντασίες ἡ ποίηση πλάθει τὴν ὀμορφιά, τὴν ἀνακαλύπτει καὶ τὴν καταδεικνύει καί, μέσω αὐτῆς, ἡμερεύει καὶ γλυκαίνει τὸν κόσμο. Ὅμως ἔτσι ἀκριβῶς βλέπουν τὸν κόσμο ἀκόμα κι ἐκεῖνοι οἱ ποιητές, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι ἄξιοι τῆς ἐξιδανικευμένης ὀμορφιᾶς, οἱ ἀνήθικοι, μὲ μιὰ λέξη. Μέσα στὴν ποίηση, κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο, καὶ οἱ κακοὶ δημιουργοὶ κρύβονται πίσω ἀπὸ εἰκόνες χρηστοήθειας καὶ ἄψογης συμπεριφορᾶς.
Ὁ πρῶτος ποιητής, ποὺ ἐμφανίστηκε στὴ χορεία τῶν καταραμένων, ὁ μαχαιροβγάλτης καὶ κλέφτης τοῦ μεσαίωνα Φρανσουὰ Βιγιόν, εἶχε μοιράσει τὴ ζωή του ἀνάμεσα στὰ πορνεῖα καὶ τὶς φυλακές. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ μᾶς χάρισε ἁρμονικὲς μπαλάντες ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα διαβάζονται μὲ κάποιο ἐνδιαφέρον. Πόσο ἐπηρεάζει ὁ χαμερπὴς βίος του τὴν ὀμορφιὰ τῶν τραγουδιῶν του; Ἀπὸ τεχνικῆς πλευρᾶς ὁπωσδήποτε καθόλου. Ἡ τέχνη εἶναι καὶ παραμένει τέχνη, ὅταν ὑπακούει στὶς δικές της εἰδικότερες παραμέτρους. Εἰδικὰ ὅταν ὁ δημιουργός της εἶναι ἕνας χαμένος μέσα στὸν διηθημένο χρόνο, ἡ τέχνη λάμπει μέσα στὶς διαστάσεις τῶν κορυφώσεών της καὶ κανένα ἐμπόδιο ἀπὸ τὰ τρωτὰ τοῦ δημιουργοῦ της δὲν σκιάζει τὴν φωταύγειά της.
Τὸ πρόβλημα, πιστεύω, παραμένει πάντα στὸ σημεῖο ἀποδοχῆς τοῦ ἔργου. Πῶς μπορεῖς νὰ χαρεῖς τὸν ὕμνο πρὸς μία πανέμορφη δέσποινα, ὅταν ὁ ὑμνογράφος σὲ κάποια ἄλλη στιγμὴ μπορεῖ νὰ τὴν ἔσφαζε; Γιὰ νὰ χαρεῖς τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀπαλείψεις ἀπὸ τὸ προσκήνιο τὸν δημιουργό του καὶ κάτι τέτοιο μόνον ὁ πολύς, ὁ βαθύς, ὁ ἀβυσσαλέος χρόνος μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει.
Μιὰ ἄλλη πτυχὴ τοῦ προβλήματος ποίηση καὶ ἠθική εἶναι ἡ συνέπεια δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος. Ὁ δημιουργός ὀφείλει νὰ εἶναι εἰλικρινὴς καὶ νὰ προβάλλει αὐτὰ ποὺ πράγματι πιστεύει. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση ἐξαπατᾶ τὸν κόσμο. Μὲ ἄλλο πρόσωπο ἐμφανίζεται στὸν βίο του καὶ μὲ ἄλλο μέσα στὴν τέχνη του, ὥστε νὰ διαφυλάξει τὴν ὅποια ὑστεροφημία του. Ὁ ποιητὴς πρέπει νὰ γίνεται πιστευτός. Γιὰ παράδειγμα ὅταν διαβάσουμε τὸ νανούρισμα «ὄχι δὲν εἶσαι ὀρφανὸ» τοῦ Οὐζμπέκου ποιητῆ Γκαφούρ Γκουλιάμ ποὺ διατείνεται τρυφερά: κοιμήσου ἀγαπημένο / ἀποκοιμήσου / προσέχω τὸν ὑπνάκο σου /ψυχούλα μου ἐσὺ / προβατάκι μου θὰ αἰσθανθοῦμε ἀρχικὰ ρίγη συγκινήσεως, ἀλλά, ὅταν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ὁ ποιητὴς αὐτὸς ὑμνοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸν πατερούλη Στάλιν, μὴ γνωρίζοντας ἤ μὴ λέγοντας τίποτα γιὰ τὸ αἱμοσταγὲς πρόσωπό του, τότε ἡ διάθεσή μας θ᾽ ἀλλάξει ἀμέσως καὶ δὲν θὰ πιστέψουμε στὴν ψεύτικη τρυφερότητα, διαγράφοντας ποιητὴ καί, ἐν τέλει, καὶ ποίημα.
Τὴν περίπτωση τοῦ Γκαφούρ Γκουλιὰμ ἀναφέρει ὁ Δημήτρης Δούκαρης (1925-1982) στὸ βιβλίο του «Ἀνθρώπινη ἐκδοχή» (1978), ὅπου θίγει θέματα ἠθικῆς φύσεως στὴν τέχνη καί, μεταξὺ ἄλλων, χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ παράδειγμα τῆς προσευχῆς τοῦ Τάκη Παπατσώνη (1895-1976). Γράφει συγκεκριμένα γι᾽ αὐτόν:
"...Πῶς νὰ τοποθετηθεῖ καὶ ὁ πιὸ καλοπροαίρετος "αἰσθαντικὸς" ἀναγνώστης στὸ ποίημα "Γιὰ τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους"; Οἱ στίχοι τοῦ Παπατσώνη:
"...γιὰ ὅλον ἐτοῦτον τὸν λαό μας θὰ σοῦ δεηθῶ
ποὺ ἀγρίεψε πιὰ ἀπ᾽ τὸν πόνο, πιὰ ἀπελπίστη
ζητάει λιγάκι εἰρήνεψη, ν᾽ ἀνασάνει.
Ἄλλοτε τοῦ τὴν ἔδινες πλουσιοπαρόχως
πικρὸ παράπονο τὄχει ποὺ τὸν ἀμέλησες...
στήριξε στὴ γαλήνη τοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους"
οἱ στίχοι, λοιπόν, αὐτοὶ προκαλοῦν ἀβάσταχτη δυσφορία. Γιατί, ἄν τὸ ποίημα δὲν ἀποτελεῖ "μαῦρο χιοῦμορ", τότε θὰ πρέπει νὰ ταυτίζεται μὲ κάποιο εἶδος ἀπάτης. Τὸ μέγεθός της ἐξαρτιέται ἀπὸ τὴ δεκτικότητά μας ἤ τὴν ἀντοχή μας. Ὁ πραγματικὰ ἀξιόλογος ποιητὴς Τ. Κ. Παπατσώνης τυχαίνει νὰ εἶναι διαπρεπὴς οἰκονομολόγος - ὄχι μόνο, ἀλλὰ εἶναι καὶ πασίγνωστος τραπεζίτης. Εἶναι δυνατὸν νὰ διαπιστώνει "ὑπερβατικότητα" στὴν ἀφετηριακὴ αἰτία τῆς φτώχειας καὶ τῆς ἀπελπισίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνευθυνότητα γιὰ ὅσους ληστρικὰ λεηλατοῦν -λόγω τῆς ἐλέῳ θεοῦ κατοχῆς μέσων- τὴ διανομὴ τῶν καλῶν τοῦ κοινοῦ μόχθου, καταβροχθίζοντας τὴ μερίδα τοῦ λέοντος; Τότε μὲ ποιὰ ἀσύγγνωστη ἤ συγγνωστὴ ἀφέλεια ἀπευθύνεται στὴν "ἀδιαφιλονίκητη βασίλισσα τῆς προστασίας, τὴν ἁγία Παρθένο" γιὰ νὰ μεσιτεύσει; Ὁ πανάγαθος ἐπουράνιος Θεὸς εἶναι βέβαιο πὼς θὰ δεχτεῖ ἀσμένως –γιὰ νὰ ξαλαφρώσει κι αὐτὸς λιγάκι- τὴ μεσιτεία της, ὅπως εἶναι περισσότερο βέβαιο πὼς οἱ ἄψογης εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας ἐπίγειοι ληστὲς θὰ κωφεύσουν, ὅπως τόσες ἄλλες φορές...."
Καὶ καταλήγει:
"...Τὸ ἀτύχημα εἶναι πὼς ἕνας ποιητὴς δὲν δικάζεται ἀπ' τὴ μνήμη μας καὶ τὸ αἴσθημά μας μονάχα γιὰ ὅσα εἶπε καὶ μᾶς πλησίασε ἤ μᾶς διέσωσε ἀπ᾽ τὸ δαίδαλο καὶ τὴν καταφορὰ τῆς καθημερινότητας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ γιὰ ὅσα δὲν εἶπε, γιὰ κεῖνα ποὺ παρασιώπησε, καὶ μᾶς ἐγκατέλειψε ὁλομόναχους νὰ ψάχνουμε..."
Ἡ ποίηση λοιπὸν ὡς δεξιότητα τοῦ λόγου καὶ φόρτιση ψυχῆς πρέπει νὰ προέρχεται πάντα ἀπὸ τὶς πάγιες ἠθικὲς ἀντιλήψεις τοῦ κόσμου μέσα στὸν ὁποῖο ἀρθρώνεται. Τὸ ἠθικὸ δὲον τῆς ποίησης εἶναι μιὰ ἐντελῶς φυσικὴ καὶ σύμφυτη κατάσταση τῆς ἐννοίας της.
Η ποίηση προσφέρει ὀμορφιὰ καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀπὸ μόνο του μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὄχι μόνο ὑπηρεσία πρὸς τὴν ἠθική, αλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ἠθική, μιὰ ἐνδογενὴς δηλαδὴ δέσμευση τοῦ περιεχομένου της πλησιόχωρη μὲ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἀξίες.

Ἠλίας Κεφάλας

[Στην φωτόγραφία η θεά Αθηνά, ένα ..πολύ ηθικό κορίτσι!]