Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Ο σκοπός του ανθρώπου σύμφωνα με τον Αριστοτέλη

Η άποψη που είχε ο Αριστοτέλης για τον κόσμο, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, ήταν τελεολογική. Βάσει της αντίληψής του αυτής, ο Αριστοτέλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό στη ζωή μας και ότι, ως εκ τούτου, εν ονόματι αυτής οφείλουμε τελικά να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας.

Συγκεκριμένα, κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι "δημιουργικό" ον. Οι άνθρωποι δημιουργούν χίλια δυο πράγματα-φτιάχνουν πλοία, κατασκευάζουν πόλεις, κάνουν πολέμους, συνάπτουν φιλίες, καθιερώνουν αθλητικούς και πολιτιστικούς αγώνες κτλ. Και όλα αυτά τα κάνουν πάντοτε για κάποιο "σκοπό". Τίποτε στη ζωή μας δεν είναι άσκοπο. Το καθετί παραπέμπει σε κάτι άλλο, το καθετί γίνεται για κάποιο σκοπό.

Για παράδειγμα, οι άνθρωποι φτιάχνουν σπίτια με σκοπό να προστατευθούν από τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που θα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν, αν ζούσαν στο ύπαιθρο. Προκειμένου, να φτιάξουν τα σπίτια τους όμως, χρησιμοποιούν ορισμένα υλικά (πέτρες, ασβέστη, ξύλα κ. ά.). Αλλά τα υλικά χρειάζονται-είτε για να παρασκευαστούν είτε για να γίνει η επεξεργασία τους-τα κατάλληλα εργαλεία και μηχανήματα. Για το σκοπό αυτό λοιπόν, προκειμένου να παραγάγουν τα οικοδομικά υλικά οι άνθρωποι, φτιάχνουν εργαλεία και μηχανήματα... κ.ο.κ.

Ενώπιόν μας υπάρχει μια ιεράρχηση σκοπών. Εάν οι άνθρωποι δεν κινδύνευαν ζώντας έξω στο ύπαιθρο, δε θα είχαν κανένα λόγο να κατασκευάζουν σπίτια· και εάν δεν είχαν κανένα λόγο να φτιάχνουν σπίτια, θα ήταν άσκοπη επίσης η επεξεργασία και η παρασκευή οικοδομικών υλικών· και αν δεν είχαν λόγο να χρησιμοποιούν οικοδομικά υλικά, δε θα είχε νόημα η κατασκευή εργαλείων και μηχανημάτων για την παραγωγή των οικοδομικών υλικών.

Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα αποσκοπεί στη δημιουργία κάποιου αγαθού, που με τη σειρά του εξυπηρετεί κάποιο άλλο αγαθό, κ.ο.κ. Αυτή η αλυσίδα των αγαθών όμως, κατά τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να καταλήγει κάπου, να έχει τέλος, ένα έσχατο σκοπό. Ως τέτοιο τελικό σημείο αναφοράς όλων των αγαθών στη ζωή του ανθρώπου ο Αριστοτέλης θεωρεί την "ευδαιμονία". Η κατασκευή των εργαλείων και των μηχανημάτων, με τα οποία θα φτιάξουν και θα επεξεργαστούν τα οικοδομικά υλικά, με τα οποία θα οικοδομήσουν τα σπίτια τους, που θα τους προστατέψουν από τις ταλαιπωρίες και τους κινδύνους που συνεπάγεται η διαβίωσή τους έξω στη φύση, όλα αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ευδαιμονίας τους, η οποία δεν εξυπηρετεί κανέναν περαιτέρω σκοπό ή αγαθό.
Λέγοντας βέβαια ότι όλες οι δραστηριότητές μας στοχεύουν στην ευδαιμονία μας, ότι οτιδήποτε κάνουμε το κάνουμε για να γίνουμε ευτυχισμένοι, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι η ευδαιμονία τοποθετείται σε κάποιο απώτερο σημείο της ζωής μας. Ένα σημείο όπου, όταν φτάσουμε - και αφού θα έχουμε αποκτήσει όλα τα απαιτούμενα αγαθά- θα γίνουμε ευτυχισμένοι. Μια τέτοια αντίληψη για την ευδαιμονία όμως, για τον Αριστοτέλη, είναι ανακριβής.

Στην πραγματικότητα, κατ' αυτόν, μπορούμε να γίνουμε ευτυχισμένοι οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή μας, αρκεί ο τρόπος που θα συμπεριφερθούμε να είναι ο κατάλληλος. Πρέπει να εξασφαλίσουμε το ύψιστο αγαθό της ευδαιμονίας, να εκτελούμε τις εκάστοτε πράξεις μας σωστά.
Ποιος είναι όμως ο ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς με τον οποίο οι άνθρωποι θα εξασφαλίσουν την ευδαιμονία τους; Πότε μπορούμε να πούμε ότι οι πράξεις μας έγιναν σωστά, έτσι ώστε να μας κάνουν ευτυχισμένους;

Για να δοθεί απάντηση σε τέτοιου είδους απορίες, λέει ο Αριστοτέλης, είναι αναγκαίο, πρώτα από όλα, να καθοριστεί το έργο του ανθρώπου. Και αυτό γιατί αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος, εφόσον κάνει καλά τη δουλειά του. Ένας αμπελουργός νιώθει ευτυχής, εάν η παραγωγή κρασιού, που είναι η δουλειά του, είναι μεγάλη και εκλεκτή. Το ίδιο και ένας αγαλματοποιός· εάν φτιάξει ένα καλό άγαλμα, όπως είναι η δουλειά του, δεν μπορεί παρά να νιώθει ευτυχισμένος. Όλοι μας είμαστε εξουσιοδοτημένοι να επιτελούμε κάποιο έργο, που, εκτελώντας το σωστά, αισθανόμαστε ευτυχισμένοι. Ο δραματουργός έχει ως έργο να γράφει θεατρικά κείεμνα, ο δάσκαλος να διδάσκει, ο μαθητής να μαθαίνει, ο οικοδόμος να κατασκευάζει σπίτια κτλ.
Κατά τρόπο ανάλογο, ο άνθρωπος θα πρέπει επίσης να έχει κάποιο έργο. Το ερώτημα είναι: ποιο είναι το έργο του;

Θα μπορέσουμε, κατά τον Αριστοτέλη, να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό αν προσδιορίσουμε την ιδιαίτερη φύση του ανθρώπου. Και αυτό θα το επιτύχουμε, αν συγκρίνουμε τον άνθρωπο με τα άλλα είδη οργανισμών και δούμε τι είναι εκείνο που διαθέτει ο άνθρωπος και δεν το έχουν ούτε τα φυτά ούτε τα ζώα.
Συγκρίνοντας λοιπόν τον άνθρωπο με τα φυτά, βλέπουμε ότι έχουν κοινή τη "θρεπτική" και την "αυξητική ζωή" όπως τα φυτά, οι άνθρωποι τρέφονται και αναπτύσσονται. Με τα ζώα εξάλλου ο άνθρωπος μοιράζεται τις ορέξεις, τα ένστικτα και τα πάθη. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κοινά στους ανθρώπους και στα ζώα.
Εκείνο που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα φυτά και τα ζώα είναι ο "λόγος". Η ιδιαίτερη φύση του ανθρώπου συνίσταται στο γεγονός ότι σκέφτεται.

Ελέχθη παραπάνω ότι, κατά τον Αριστοτέλη, ο κατάλληλος τρόπος που πρέπει να συμπεριφερόμαστε, για να γίνουμε ευτυχισμένοι, είναι να ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας σύμφωνα με το έργο που υπαγορεύεται από τη φύση μας, να κάνουμε δηλαδή ό,τι είναι σύμφωνο προς τη φύση μας. Μπορούμε τώρα λοιπόν να πούμε ότι, κατά τον Αριστοτέλη, γίνεται κανείς ευτυχισμένος, όταν συμπεριφέρεται σύμφωνα με το λογικό του. Διαφορετικά, αν αδιαφορήσει προς ό,τι του υπαγορεύει ο λόγος, είναι βέβειο ότι θα γίνει δυστυχισμένος. Το ερώτημα, σ' αυτή την περίπτωση, είναι σε τι συνίσταται η λειτουργία του λόγου, την οποία θα πρέπει να σεβαστούμε, προκειμένου να γίνουμε ευτυχισμένοι.

Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι ο λόγος, από τη φύση του, επιδιώκει πάντοτε την "ισορροπία", τη "συμμετρία". Έτσι, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τη λογική φύση μου σημαίνει ότι επιλέγω κάτι που δεν είναι ακραίο, κάτι που ούτε υπερβολικό ούτε ελλειπτικό είναι. Αν, ας πούμε, θέλοντας να ικανοποιήσω την πείνα μου, φάω πάρα πολύ, και βαρυστομαχιάσω, ή πολύ λίγο, τόσο που να εξακολουθώ να αισθάνομαι τη δυσφορία της πείνας, είναι σαφές ότι δεν μπορώ να νιώθω ευχαριστημένος με καμιά από τις δύο αυτές επιλογές μου. Θα πρέπει, για να νιώθω ευτυχής, να φάω τόσο που να μην είνει ούτε πολύ ούτε λίγο, αλλά κάπου μεταξύ των δύο αυτών άκρων. Έτσι η ευδαιμονία βρίσκεται πάντοτε στην επιλογή της μέσης οδού μεταξύ δύο ακραίων προοπτικών, της υπερβολής και της έλλειψης.

Αυτή είναι η γνωστή θεωρία του Αριστοτέλη για τη μεσότητα, στο πλαίσιο της οποίας καθόρισε αυτός, πέρα από τη φύση της ευδαιμονίας, και το χαρακτήρα της αρετής.

[πηγή: Θ. Πελεγρίνης, Αρχές Φιλοσοφίας, ΟΕΔΒ, 2002, σελ. 87-9]



Ο Αριστοτέλης καταπιάνεται με το ζήτημα in medias res δηλώνοντας ότι, εφόσον κάθε κοινωνία αποσκοπεί σε κάποιο αγαθό, το κράτος, που είναι η υπέρτατη και καθολικότερη μορφή κοινωνίας, πρέπει να αποσκοπεί στο υπέρτατο αγαθό. Η τελεολογική αυτή άποψη χαρακτηρίζει όλο το σύστημα σκέψης του. Το νόημα και ο χαρακτήρας κάθε πράγματος στον κόσμο -είτε έμβιο είναι είτε εργαλείο είτε κοινωνία- πρέπει να αναζητηθεί στο σκοπό της ύπαρξής του.
Στην περίπτωση ενός εργαλείου πρόκειται για το σκοπό που επιθυμεί ο χρήστης του και, σύμφωνα με αυτόν το σκοπό, η μορφή του εργαλείου επιβάλλεται στη ύλη του έξωθεν. Στην περίπτωση ενός έμβιου όντος ή μιας κοινωνίας ο σκοπός είναι ενυπάρχων: για το φυτό είναι η αύξηση και η αναπαραγωγή, για το ζώο η αίσθηση και η όρεξη που επικαλύπτει την ηθική ζωή, για τον άνθρωπο και για την ανθρώπινη κοινωνία ο λόγος και η ηθική δράση που επικαλύπτουν τόσο τη φυτική ζωή όσο και τη ζωική. Η ερμηνεία των όντων δεν πρέπει να αναζητείται στην αρχή της ανάπτυξής τους, αλλά στην τελική μορφή προς την οποία κατατείνει· η φύση τους προκύπτει από τον προορισμό και όχι από την προέλευσή τους.

[πηγή: W. D. Ross, Αριστοτέλης, μτφ. Μαριλίζα Μητσού, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1993, σελ. 335-6]

ΠΗΓΗ: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C128/680/4512,20348/extras/texts/indexF_01/indexF_01_evdaimoniki_koinwnia.html