Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η - Κείμενα Αυτενέργειας (Πλάτων, Θεαίτητος 150d-e)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ και ΣΧΟΛΙΑ (Χάρης Ταμπάκης )
https://blogs.sch.gr/chtabakis/files/2018/10/S5003_Plato_02.pdf

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Στη δική μου όμως μαιευτική τέχνη τα μεν άλλα (γνωρίσματα) έχουν όπως και σ’ εκείνες, διαφέρει όμως στο ότι ξεγεννάει άνδρες και όχι γυναίκες, και ότι επιβλέπει τις ψυχές τους, καθώς γεννούνε, και όχι τα σώματα. Τούτο όμως είναι το πιο σπουδαίο στην τέχνη μου, ότι μπορεί να ελέγχει με κάθε τρόπο, τι πράγμα γεννάει η διάνοια του νέου, είδωλο και ψεύτικο ή γόνιμο και αληθινό. Γιατί αυτό εδώ που θα πω ισχύει εξίσου και για μένα όπως και για τις μαμές: είμαι άγονος σε σοφία, και σωστά με κατηγόρησαν ήδη πολλοί, ότι ρωτάω τους άλλους ενώ ο ίδιος δεν αποκρίνομαι τίποτα για κανένα πράγμα, επειδή δεν έχω τίποτε σοφό να πω. Αιτία αυτού του πράγματος είναι η ακόλουθη: ο θεός μ’ αναγκάζει να ξεγεννώ, μα να γεννώ μ’ εμπόδισε. Δεν είμαι λοιπόν εγώ ο ίδιος κανένας σοφός, ούτε υπάρχει κανένα δικό μου εύρημα, γέννημα της δικής μου ψυχής. Όσοι όμως με συναναστρέφονται, μερικοί στην αρχή φαίνονται πολύ αμαθείς, μα όλοι σ’ όσους δώσει ο θεός, καθώς προχωρεί η συναναστροφή, δείχνουν θαυμάσια επίδοση, όπως πιστεύουν και οι ίδιοι και οι άλλοι. Και είναι φανερό ότι από μένα δεν έμαθαν τίποτε, αλλά αυτοί από μόνοι τους βρήκαν και γέννησαν πολλά και καλά. Αίτιος λοιπόν της μαιευτικής τέχνης είναι ο θεός κι εγώ. Κι από τα εξής είναι φανερό: πολλοί ως τώρα αγνόησαν αυτό το πράγμα, απέδωσαν την αιτία της επίδοσής τους στον εαυτό τους κι εμένα με καταφρόνησαν, είτε γιατί οι ίδιοι είτε γιατί άλλοι τους έπεισαν, και αποτραβήχτηκαν πρωϊμότερα· καθώς δε απομακρύνθηκαν, και τα άλλα μέσα τους με την κακή συναναστροφή τα έκαμαν εξαμβλώματα, και όσα εγώ τους ξεγέννησα τα κατάστρεψαν με κακή ανατροφή, γιατί προτίμησαν τα ψεύτικα και τα πλασματικά από την αλήθεια, και στο τέλος φάνηκαν και στον εαυτό τους και στους άλλους πως είναι αμαθείς.

ΣΧΟΛΙΑ- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
✦ ὅσα ἐκείναις [ὑπάρχει] = όσα υπάρχουν σ’ εκείνες, όσα έχουν εκείνες (τα ρήματα που συντάσσονται με δοτική προσωπική κτητική στη μετάφραση μπορούν να αποδοθούν με το έχω, ενώ η δοτική προσωπική ως υποκείμενο αυτών· βλ. υπογραμμισμένη μετάφραση).

✦ (διαφέρει) τῷ… μαιεύεσθαι καὶ τῷ… ἐπισκοπεῖν· τα άρθρα σε δοτική συνοδεύουν τα απαρέμφατα (έναρθρα απαρέμφατα). Είναι δοτικές της αναφοράς. Tην έννοια του ρήματος διαφέρει συμπληρώνει η εννοούμενη γενική τῆς (ἐκείνων) τέχνης.

✦ τικτούσας· συνημμένη επιρρηματική χρονική μετοχή. Δηλώνει το σύγχρονο στο παρόν (ὅτε τίκτουσι) ή στο μέλλον (ὅταν τίκτωσι).

✦ ἐπισκοπέω-ῶ (ἐπεσκόπουν, ἐπισκέψομαι, ἐπεσκεψάμην, ἐπέσκεμμαι, ἐπεσκέμμην, ἐπεσκέψομαι) = παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω σε κάτι, επισκέπτομαι, επιθεωρώ, επιβλέπω, εξετάζω κάτι καλά.

✦ εἴδωλον· το ομοίωμα, η εικόνα που στερείται ουσίας.

✦ ἐπεὶ τόδε γε καὶ ἐμοὶ ὑπάρχει· η πρόταση είναι κύρια· ο αιτιολογικός σύνδεσμος ἐπεὶ λειτουργεί παρατακτικά. ✦

 ὀνειδίζω (ὠνείδιζον, ὀνειδιῶ, ὠνείδισα, μτχ. πρκ. ὠνειδικὼς) = (ενεργητ.) [+αιτιατ. προσ.] κατακρίνω κάποιον· [+δοτ. προσ.] ελέγχω κάποιον, μέμφομαι, επιτιμώ· [+δοτ.+ειδ. απρμφ.] κατηγορώ κάποιον ότι· // (παθητ.) κατηγορούμαι, με επιτιμά κάποιος.

✦ ὅπερ ἤδη πολλοί μοι ὠνείδισαν· η δευτ. αναφορική πρόταση σε θέση αιτιατικής της αιτίας στο ρήμα ὀνειδίζουσιν της κύριας πρότασης καὶ – ἀληθὲς ὀνειδίζουσιν.

✦ ἀποφαίνομαι (μέσο του ἀποφαίνω) = [απόλ.] επιδεικνύομαι· εκφράζω γνώμη· [+απαρμφ.] συμβουλεύω.

✦ ἐξαμβλόω-ῶ· (ἐξήμβλουν, ἐξαμβλώσω, ἐξήμβλωσα, ἐξήμβλωκα) = (κυρ.) επιχειρώ έκτρωση, αφαιρώ το έμβρυο || (μτφ.) απορρίπτω ή αποβάλλω κάποια σκέψη. Το ρήμα χρησιμοποιείται και από τον Αριστοφάνη (Νεφέλαι, στ. 137), όταν κάποιος στοχασμός (φροντίς) χάνεται, σε συνάρτηση με τον Σωκράτη. Ουσ. τὸ ἐξάμβλωμα = (κυρ.) το έμβρυο που αφαιρέθηκε, το έκτρωμα || (μτφ.) το δύσμορφο και βεβιασμένο αποτέλεσμα.


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΛΗΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΛΙΝΤΕΛ-ΣΚΟΤ

βᾰσᾰνίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, αόρ. αʹ ἐβασάνισα, Παθ. αόρ. ἐβασανίσθην, παρακ. βεβασάνισμαι· I. τρίβω χρυσάφι (βασανίζω χρυσὸν) πάνω στη δοκιμαστική πέτρα (βάσανος), σε Πλάτ.· από όπου, λέγεται για πράγματα, δοκιμάζω τη γνησιότητα ενός πράγματος, ελέγχω, αποδεικνύω, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, εξετάζω προσεκτικά, ανακρίνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. ανακρίνω μέσω της υποβολής σε βασανιστήριο με σκοπό την εκμαίευση ομολογίας ή την αποκάλυψη της αληθείας, σε Θουκ.· βασανίζομαι από μια ασθένεια ή καταιγίδα, σε Κ.Δ.

διαφέρω, μέλ. -οίσω και -οίσομαι, αόρ. αʹ. -ήνεγκα, Ιων. -ήνεικα, αόρ. βʹ. -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα· I. 1. μεταφέρω από πάνω ή απέναντι, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν, σε Θουκ.· μεταφέρω, μεταδίδω, μεταβιβάζω από τον ένα στον άλλο, κηρύγματα, σε Ευρ.· μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θα θέσει τη γλώσσα του σε κίνηση, θα μιλήσει, σε Σοφ. 2. λέγεται για χρόνο, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, περνώ, διέρχομαι τη ζωή, σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., ἄπαις διοίσει, στον ίδ. — στη Μέσ., διοίσεται, θα περάσει, θα ζήσει τη ζωή του, σε Σοφ.· σκοπούμενος διοίσει, σε Ξεν. 3. φέρω διαμέσου, φέρω ως το τέλος, σκῆπτρα, σε Ευρ. κ.λπ. 4. αντέχω ως το τέλος, βαστώ, υποφέρω, αντέχω, φέρνω εις πέρας, πόλεμον, σε Ηρόδ., Ευρ. II. 1. μεταφέρω προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω ή αναζητώ, ψάχνω. 2. διαδίδω, εξαπλώνω ολόγυρα, σε Δημ. 3. σχίζω στα δυο, τεμαχίζω, Λατ. differre, σε Αισχύλ., Ευρ. 4. δ. τὴν ψῆφον, προσδίδω διαφορετική σημασία στη ψήφο μου, δηλ. την καταμετρώ εναντίον του άλλου, σε Ηρόδ.· επίσης απλά, ο καθένας δίνει τη ψήφο του, σε Ευρ., Θουκ. III. 1. αμτβ., διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος, σε Πίνδ., Ευρ.· με γεν., είμαι διαφορετικός από, στον ίδ., σε Αριστοφ. 2. απρόσ., διαφέρει, διαφέρει, έχει, παρουσιάζει διαφορά, πλεῖστον δ., Λατ. multum interest, βραχὺ δ., διαφέρει λίγο, σε Ευρ.· οὐδέν διαφέρει, σε Πλάτ.· με δοτ. προσ., διαφέρει μοι, κάνει τη διαφορά για μένα, με ενδιαφέρει, στον ίδ.· αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ., διακινδυνεύει κάποιο ιδιωτικό συμφέρον, σε Θουκ. 3. τὸ δ., τὰ διαφέροντα, διαφορά, πιθανότητες, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά τὰ δ. επίσης απλώς, σημεία, χαρακτηριστικά της διαφοράς, στον ίδ. 4. είμαι διαφορετικός από κάποιον, δηλ. τον ξεπερνώ, υπερέχω αυτού· με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· με συγκρ. σημασία, διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ..., ήταν καλύτερο να υπερασπιστεί τον εαυτό του από..., σε Ξεν. 5. επικρατώ, κυριαρχώ, υπερισχύω, λέγεται για πεποίθηση, αντίληψη, σε Θουκ. IV. Παθ., διαφέρω, βρίσκομαι σε διαφορά, συγκρούομαι.

μαιεύομαι, μέλ. -σομαι, 1. αποθ., προσφέρω υπηρεσίες μαίας, σε Λουκ. 2. με αιτ. προσ., ξεγεννάω γυναίκα, σε Πλάτ.ινος, σε Ηρόδ.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ.· οὐ διαφέρομαι = οὔ μοι διαφέρει, σε Δημ.

τίκτω (√ΤΕΚ), μέλ. τέξω και τέξομαι, επίσης ποιητ. απαρ. τεκεῖσθαι· αόρ. βʹ ἔτεκον, Επικ. τέκον· παρακ. τέτοκα — Μέσ., αόρ. βʹ ἐτεκόμην, Επικ. τεκόμην· φέρνω στον κόσμο, λέγεται για τον πατέρα, παράγω, λέγεται για τη μητέρα, γεννώ, σε Όμηρ., Αττ.· ομοίως, επίσης στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ τεκόμενοι, λέγεται για τη μητέρα, σε Αισχύλ. 2. το γʹ πληθ. αορ. βʹ τέκον, ἔτεκον χρησιμοποιείται και για τους δύο γονείς, σε Όμηρ.· απ' όπου, οἱ τεκόντες, οι γονείς, σε Αισχύλ., Σοφ. 3. ξεχωριστά, ὁ τεκών, ο πατέρας, σε Αισχύλ.· ἡ τεκοῦσα, η μητέρα, στον ίδ.· και ως ουσ. με γεν., ὁκείνου τεκών, σε Ευρ. II. λέγεται για θηλυκά ζώα, γεννάω νεαρά ζώα, σε Όμηρ.· ᾠὰ τίκτω, γεννώ αυγά, σε Ηρόδ. III. λέγεται για παραγωγή λαχανικών, φέρω, παράγω, (γαῖα) τίκτει ἔμπεδα μῆλα, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., γαῖαν ἣ τὰ πάντα τίκτεται, σε Αισχύλ. IV. μεταφ., παράγω, προξενώ, φέρω, τὸ δυσσεβὲς ἔργον πλείονα τίκτει, στον ίδ.· λέγεται για τη Νύχτα ως μητέρα της Ημέρας, τῆς τεκούσης φῶς τόδ' εὐφρόνης, στον ίδ.· τίκτω ἀοιδάς, σε Ευρ.· πόλεμον, σε Πλάτ.

επι-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, μεταγεν. -σκοπήσω, αόρ. αʹ -εσκεψάμην, παρακ. ἐπέσκεμμαι· 1. κοιτάζω, παρατηρώ ή προσβλέπω, ατενίζω, επιθεωρώ, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, σε Ηρόδ., Ευρ.· αγρυπνώ, προσέχω, λέγεται για πολιούχους θεούς, σε Σοφ., Ευρ. 2. επισκέπτομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, αυτή που δεν την επισκέπτονται τα όνειρα, δηλ. άϋπνη, σε Αισχύλ. 3. λέγεται για στρατηγό, επιθεωρώ, επιβλέπω, σε Ξεν. 4. σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, σε Σοφ., Ξεν. — Μέσ., εξετάζω με τον εαυτό μου, αυτοσυγκεντρώνομαι, διαλογίζομαι, μελετώ, σκέπτομαι, σε Πλάτ.

συγ-γίγνομαι, Ιων. συγγίν-[ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ. βʹ -εγενόμην, παρακ. -γέγονα· αποθ., 1. βρίσκομαι, είμαι μαζί με κάποιον, συναναστρέφομαι ή συσχετίζομαι με, συνδέομαι ή κάνω συντροφιά με, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, επίσης, συγγίγνομαι ἐς λόγους τινί, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για μαθητές ή οπαδούς, συναναστρέφομαι τον δάσκαλο, μαθητεύω κοντά του, τον συμβουλεύομαι, στον ίδ. κ.λπ. 3. έρχομαι να βοηθήσω, τινι ή πρός τινα, σε Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ. 4. συναπαντώ, συναντώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ συγγιγνόμενοι, σύντροφοι, σε Ξεν.

παρείκω, μέλ. -ξω, ποιητ. αόρ. βʹ παρείκᾰθον, απαρ. -αθεῖν· I. υποχωρώ, τινί, σε κάποιον, σε Σοφ.· απόλ., επιτρέπω, ανέχομαι, σε Πλάτ.· κατὰ τὸ παρεῖκον, με τέτοιους τρόπους ώστε να είναι δυνατό ή κατορθωτό, σε Θουκ. II. απρόσ., παρείκει μοι, είναι δυνατό, κατορθωτό σε μένα, εἴ μοι παρείκοι, σε Σοφ.· ὅπῃ παρέκει, οπουδήποτε ήταν κατορθωτό, σε Θουκ

ἐπι-δίδωμι, μέλ. -δώσω, I. 1. δίνω επιπλέον, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. δίνω ως προίκα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 3. χαρίζω, σε Θουκ., Αριστοφ.· ιδίως, συνεισφέρω ως «δωρεά» για τις ανάγκες της πόλης, αντίθ. προς το εἰσφέρειν (το οποίο ήταν αναγκαστικό), σε Ξεν., Δημ.· πρβλ. ἐπίδοσις. II. Μέσ., επικαλούμαι μάρτυρα, θεοὺςἐπιδώμεθα, σε Ομήρ. Ιλ.· (άλλοι το αναφέρουν ως ἐπι-δώμεθα, ας κοιτάξουμε προς το μέρος των θεών, ας προβλέψουμε). III. αμτβ., αυξάνομαι, προοδεύω, ἐςὕψος, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τὸ μεῖζον, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., μεγαλώνω, αυξάνομαι, προοδεύω, βελτιώνομαι, στον ίδ.

θαυμαστός, Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, -ή, -όν (θαυμάζω)· έξοχος, υπέροχος, εκπληκτικός, θαυμαστός, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος, σε Πλάτ.· με γεν., θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας, σε Πλούτ.· με δοτ., πλήθει, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν ὅσον, Λατ. mirum quantum, σε Πλάτ., κ.λπ.· θαυμαστὸν ἡλίκον, σε Δημ.· Επίρρ. -τῶς, θαυμαστῶς ὡς σφόδρα, σε Πλάτ. II. θαυμάσιος, έξοχος, σε Πίνδ., Σοφ.
ὅσος, Επικ. επίσης ὅσσος, -η, -ον, όπως το Λατ. quantus, I. 1. λέγεται για μέγεθος, τόσο μεγάλος όσο, όσο μεγάλος· λέγεται για ποσότητα, τόσο πολύς όσο, όσο πολύς· λέγεται για διάστημα, τόσο μακριά όσο, πόσο μακριά· λέγεται για χρόνο, τόσο χρόνο όσο, πόση ώρα· λέγεται για πλήθος, τόσο πολλά όσα, πόσα πολλά· λέγεται για ήχο, τόσο δυνατός όσο, όσο δυνατός· στον πληθ., τόσα όσα, Λατ. quot, το προσδιοριζόμενο που προηγείται είναι το τόσος, μετά το οποίο το ὅσος σημαίνει απλώς όσος· τόσσον χρόνον, ὅσσον ἄνωγας, τόσο χρόνο, όσον όρισες, σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά το δεικτικό προσδιοριζόμενο που προηγείται παραλείπεται, φωνὴ ὅση σκύλακος, σε Ομήρ. Οδ. 2. με το τις, χρησιμ. για να δηλώσει αόριστο, αδιευκρίνιστο μέγεθος ή αριθμό, ὅσον τι δένδρον, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. με επίθ. που δηλώνουν ποσότητα, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος, τερατωδώς μεγάλος, σε Αριστοφ.· θαυμαστὸν ὅσον διαφέρει, διαφέρει εκπληκτικά, σε Πλάτ.· ομοίως, στην Λατ. mirum quantum, immane quantum. 4. με υπερθ., ὅσα πλεῖστα, τα δυνατόν περισσότερα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· βλ. κατωτ. IV. 4. 5. με απαρ., τόσο πολύς όσος είναι αρκετός, ὅσον ἀποζῆν, αρκετό για να ζει κάποιος απ' αυτό, σε Θουκ.· ὅσονδοκεῖν, αρκετό για να φαίνεται, σε Σοφ. 6. με οριστ., ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω, όσο τουλάχιστον γνωρίζω εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσονπερ σθένω, σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. ακολουθ. από μόρια, ὅσος ἄν, οσοδήποτε μεγάλος, με υποτ., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ὅσος δή, όσο μεγάλος, ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή, λέγεται για πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, σε Ηρόδ.· ὁσοσοῦν, Ιων. -ῶν, οσοδήποτε μικρός, στον ίδ. III. τα ὅσον και ὅσα, ως επίρρ.: 1. α) σε τέτοιο βαθμό όσον, τόσο πολύ όσο, οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσον οἱ ἄλλοι, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ὅσον γέ μ' εἰδέναι, τόσο όσο μπορώ να γνωρίζω, σε Αριστοφ. β) πόσο, πόσο πολύ, ἴστε ὅσσον περιβάλλετον ἵπποι, γνωρίζετε πόσο υπερείχαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με επίθ., πόσο, ὅσον μέγα, σε Ησίοδ. κ.λπ. 2. μόνο τόσο όσο, μόνο έως, ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰ μὴ ὅσον γραφῇ, εκτός από μια εικόνα μόνο, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για αποστάσεις, ὅσον τε, περίπου, σχεδόν, ὅσον τ' ὄργυιαν, σε Ομήρ. Οδ.· ὅσον τε δέκα στάδια, σε Ηρόδ. 4. με επίθ., ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι, σε τέτοιο βαθμό όσο, καθόσον, είμαι ενδοξότερος βασιλιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως με επιρρ., ὅσον τάχιστα, στους Αττ.· ὅσον μάλιστα, σε Αισχύλ. 5. με αρνητικά, ὅσον οὐ ή ὁσονού, Λατ. tantum non, παρά μόνον, σχεδόν, σε Θουκ.· ὅσον οὐκ ἤδη, αμέσως, σε Ευρ.· οὐχ ὅσσον οὐκ ἠμύναντο ἀλλ', όχι μόνο δεν εκδικήθηκαν για λογαριασμό τους, σε Θουκ.· ὅσον μή, μόνον που δεν, εκτός από το ότι, με την εξαίρεση του ότι, ὅσον γε μὴ ποτιψαύων, όσο μπορώ χωρίς να αγγίξω..., σε Σοφ. κ.λπ. IV. 1. ὅσῳ, ὅσῳ περ, με όσο πολύ, με όσο, ὅσῳ πλέον, σε Ησίοδ.· διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον, σε Ηρόδ. 2. το ὅσῳ με συγκρ. όταν ακολουθ. άλλος συγκρ. με το τοσούτῳ, όπως το Λατ. quo ή quanto melior, eo magis, ὅσῳ μᾶλλον πιστεύω, τοσοῦτῳ μᾶλλον ἀπορῶ, σε Πλάτ. V. 1. τα ἐς ὅσον, ἐφ' ὅσον, καθ' ὅσον συχνά χρησιμ. σχεδόν όπως το ὅσον, εἰς ὅσον σθένω, σε Σοφ.· ἐφ' ὅσον ἠδύνατο, σε Θουκ. 2. ἐν ὅσῳ, ενώ, κατά τη διάρκεια που, σε Αριστοφ., Θουκ.

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ: ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΕΣ
http://www.study4exams.gr/anc_greek/course/view.php?id=156