Ἡ πολεμοχαρής ἀμαζόνα Ἄννα
Ἤτανε μεσημέρι μετά τή
μάχη. Κατάκοποι ὅλοι, βγάζαμε περικεφαλαῖες καί θώρακες.
Ὁ ἐχθρός εἶχει ὑποχωρήσει πέρα ἀπό τό λόφο. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε · τό σίδερο, τό δέρμα, τή μοναξιά. Οἱ τραυματίες βογκοῦσαν, τά ἄλογα
ψοφοῦσαν. Τά ἀσθενοφόρα τρέχανε ἰλιγγιωδῶς μέ τόν
κόκκινο σταυρό στά καπό. Διψοῦσα. Ἔπιασα τό παγούρι, ἔκανα νά πιῶ καί
εἶχε μέσα ἄμμο. Κόβω λίγα χόρτα νά δροσίσω τά χείλη. Λύνω
τίς ἀρβύλες (ἔχουν μπερδευτεῖ οἱ χρόνοι, ἡ ἱστορία καί οἱ
ζωές μας). Ἀδιαφορώντας γιά ὅλα, πηγαίνω πίσω ἀπό ἕνα βράχο νά
κατουρήσω. Καί ὅπως κοιτοῦσα τήν καμπύλη τοῦ κίτρινου υγροῦ,
ἄστραψε μπροστά μου ἡ ἀμαζόνα. Καθαρά μελαχρινή, μέ τό ἕνα
στῆθος γυμνό καί τό ἄλλο κομμένο (σ'ἐκεῖνο τό σημεῖο ἡ ἐπιδερμίδα ἤτανε
ρόζ τοῦ πρωινοῦ). Πόδια ψηλά, μέ χρυσές ἐπιγονατίδες καί
καφέ μυρωδιά θανάτου. Φώναξε στά ἑλληνικά· “ἀκίνητος”.
Παγώσα καί προσπαθοῦσα νά κουμπωθῶ. Γιά μιά στιγμή τήν πέρασα γιά
ἄγγελο, ὅπως στεκόταν τεντρομένη μέ τόν ἥλιο πίσω. Ἀμέσως ὅμως
κατάλαβα τή μαύρη ἀλήθεια. Σήκωσε τό σπαθί καί τό κατέβασε
πάνω μου μέ ἕνα οὐρλιαχτό χωρίζοντας τό σῶμα μου στά δυό. Μέ ἔριξε στήν
πλάτη της σφαγμένο ἀρνί. Ἀπό τότε μένω μαζί της,
κατασκευάζοντας διάφορα χειροτεχνήματα μέ ξύλο καί σπάγκο. Ἡ
μάνα μου τρέχει στόν Ἐρυθρό Σταυρό καί σέ στρατόπεδα αἰχμαλώτων μέ μιά
κιτρινισμένη φωτογραφία. Ἐγώ τά βλέπω ὅλα μέσα ἀπό τή
φυλακή, ἀλλά δέν μπορῶ νά μιλήσω. Μόνο τά ἐπιδέξια δάχτυλά
μου παράγουν ὁμοιόμορφα λεπτουργήματα.
Από Ανωνύμου μοναχού, 1985
Source: Dornac