Σ΄ένα φιλικό ιστολόγιο είδα αυτή την εικόνα με αγάλματα στο Δίον και το μυαλό μου κοντοστάθηκε... Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο Σεφέρης βλέποντάς την.... Το γκουγκλ μου έλυσε τα χέρια: έκανα αναζήτηση τη φράση " Σεφέρης αγάλματα " και με έβγαλε πάνω στο Συμφραστικό Πίνακα Λέξεων στο Ποιητικό Έργο του Γιώργου Σεφέρη και σε ένα θησαυρό από ποιητικές εικόνες με αγάλματα καθώς και στον Ηδονικό Ελπήνoρα. Αναδημοσιεύω τον καρπό της αναζήτησής μου:
κάτω από το παράθυρό μου· θα 'ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ηταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δέν ηταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ' ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
- Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
- Είναι το φως ... ίσκιοι της νύχτας ...
- Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό. Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς. - Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο.
- Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις. Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους. Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί ... - Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο.
Καληνύχτα. - ... γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά ... καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου.
Πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/tools/concordance/seferis/content.html?collection_id=1&text_id=129
Β' Ο ηδονικός Ελπήνωρ
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτακάτω από το παράθυρό μου· θα 'ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ηταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δέν ηταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ' ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ' ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
- Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ' αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς - τ' αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
- Είναι το φως ... ίσκιοι της νύχτας ...
- Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό. Κι όμως τ' αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ' ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς. - Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο.
- Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις. Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ' άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν' αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους. Όπως όταν
γυρίζεις απ' τα ξένα και τύχει ν' ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής. Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί ... - Τ' αγάλματά ειναι στο μουσείο.
Καληνύχτα. - ... γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ' αγάλματα λυγίζουν αλαφριά ... καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου.
Αναζήτηση για: "Αγαλμα"
5 εγγραφές [1 - 5] |
- άγαλμα (5)
-
Π017 031 013 Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει| στη θάλασσα στον άνεμο
Π019 036 024 άγγιγμα του χρόνου| το άγαλμα πέφτει γυμνό στον αδρό| κόρφο που το γλυκαίνει
Π157 283 008 καθηλωμένοι| ή όπως| ρυθμός της μουσικής που μένει| εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα|
Τ022 043 065 και πάλευε με τον αδηφάγο χώρο| που γριτσάνιζε το άγαλμα μέσα στα χέρια του|
Τ024 047 009 ξανάγινε άγαλμα σε κάποια στέγη·| τον έχει ακόμη στην ψυχή της, τέτοιο αγόρι.|
- αγάλματα (17)
-
Π024 048 016 ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,| πέρα από τ' αγάλματα.
Π040 068 002 κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα| ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο
Π052 090 002 Άδειες καρέκλες| τ' αγάλματα γυρίσαν| στ' άλλο μουσείο.
- αγαλματάκια (1)
-
Π136 237 012 που δε γνωρίσαμε| φτωχά και πλούσια| κι αγαλματάκια στα δάχτυλα| προσφέροντας
- αγάλματος (1)
-
Π091 143 012 σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια| είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα
- αγαλμάτων (1)
-
Π039 067 009 μαύρη γαλήνη των πεθαμένων| κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.
Πηγή: http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/tools/concordance/seferis/content.html?collection_id=1&text_id=129