Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Σωκράτης και ασκήσεις συγκέντρωσης

Πλάτων, Συμπόσιον, 220c-d
«συννοήσας γὰρ αὐτόθι ἕωθέν τι εἱστήκει σκοπῶν, καὶ ἐπειδὴ οὐ προυχώρει αὐτῷ, οὐκ ἀνίει ἀλλὰ εἱστήκει ζητῶν. καὶ ἤδη ἦν μεσημβρία, καὶ ἄνθρωποι ᾐσθάνοντο, καὶ θαυμάζοντες ἄλλος ἄλλῳ ἔλεγεν ὅτι Σωκράτης ἐξ ἑωθινοῦ φροντίζων τι ἕστηκε. τελευτῶντες δε τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, δειπνήσαντες—καὶ γὰρ θέρος τότε γ’ ἦν—χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ’ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι. ὁ δὲ εἱστήκει μέχρι ἕως ἐγένετο καὶ ἥλιος ἀνέσχεν· ἔπειτα ᾤχετ’ ἀπιὼν προσευξάμενος τῷ ἡλίῳ.»

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ανίημι: χαλαρώνω, ηρεμώ, ξεσφίγγω, σε Ηρόδ., Πλάτ.· έπειτα, παραμελώ, εγκαταλείπω, αμβλύνω,
φροντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἐφρόντισα, παρακ. πεφρόντικα· I. απόλ., σκέφτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ, μεριμνώ, φροντίζω, δίνω προσοχή
τελευτάω: φτάνω σ' ένα τέλος, τελειώνω, Λατ. finire, στον ίδ., Αττ.·
χαμεύνια: στρώματα
καθ-εύδω, Ιων. κατ-εύδω· παρατ. καθεῦδον, Αττ. επίσης καθηῦδον και ἐκάθευδον, μέλ.καθευδήσω· I. πέφτω, ξαπλώνω, πλαγιάζω για να κοιμηθώ, κοιμάμαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐκ τοῦ καθεύδοντος (μτχ. ουδ.), από την κατάσταση του ύπνου, σε Πλάτ. II. μεταφ., μένω κοιμισμένος, μένω αργός, νωθρός, τεμπέλης, οκνηρός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι σε λήθαργο, καλμάρω, ησυχάζω, ἐλπίδες καθεύδουσιν, σε Ευρ.
οἴχομαι, παρατ. ᾠχόμην, Ιων. οἰχόμην· μέλ. οἰχήσομαι, παρακ. ᾤχωκα, Ιων. οἴχωκα· Ιων. γʹ ενικ. υπερσ. οἰχώκεε· επίσης, Παθ. παρακ. ᾤχημαι, Ιων. οἴχημαι· I. αποθ., απέρχομαι, φεύγω, Λατ.abesse (όχι abire), με σημασία παρακ. και παρατ. ᾠχόμην, με σημασία υπερσ., αντίθ. προς το ἥκω, έχω έρθει, ενώ το ἔρχομαι, πηγαίνω ή έρχομαι, λειτουργεί ως ενεστ. και των δύο, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά με μτχ., οἴχεται φεύγων, έφυγε και χάθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ὤχετ' ἀποπτάμενος, πέταξε και εξαφανίστηκε, στο ίδ.· οἴχεται θανών (βλ. κατωτ. II. 1)· επίσης, με επίθ., οἴχεται φροῦδος, εξαφανίστηκε εντελώς, έγινε καπνός, σε Αριστοφ.· με αιτ., έχω δραπετεύσει, ξεφύγει από, στον ίδ. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. ευφημ. αντί θνῄσκω, έχω απέλθει, έχω πεθάνει, οἴχεται εἰς Ἀΐδαο, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., οἴχεται θανών, σε Σοφ. κ.λπ.· στον Όμηρ., απλώς απών ή ξενιτεμένος, Ὀδυσσῆος πόθος οἰχομένοιο, λαχτάρα για τον απόντα Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. 2. είμαι αφανισμένος, κατεστραμμένος, σε Σοφ.· ιδίως στα ᾤχωκα ή οἴχωκα, Λατ. perii, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. λέγεται για πράγματα, προκειμένου να δηλώσει οποιαδήποτε γρήγορη, αιφνιδιαστική, βίαιη κίνηση, ορμώ, επιπίπτω, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀπ-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι (ο Αττ. μέλ. όμως είναι ἄπειμι)· παρακ. -ελήλυθα, αόρ. -ῆλθον· αποθ.· 1. απέρχομαι, αποχωρώ από, αναχωρώ, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· ἀπὸ ή ἐκ τόπου, σε Θουκ. 2.όταν συντάσσεται με την πρόθ. εἰς, υπονοείται η αναχώρηση από έναν τόπο και η άφιξη σε κάποιον άλλο, ἀπέρχομαι ἐς τὰς Σάρδις, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. απόλ., αναχωρώ, αποχωρώ, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· αναχωρώ από την ζωή, πεθαίνω, σε Ανθ.