Σάββατο 4 Μαρτίου 2023

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Το μοιρολόγι της φώκιας"




Το Μοιρόλογι της φώκιας

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Πατρίς” το 1908 και περιλαμβάνεται στην συλλoγή“Πασχάλινα διηγήματα” που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο “Φέξη” το 1912.Το διήγημα αυτό του Παπαδιαμάντη,που θεωρείται από τα καλύτερά του και ξεχωρίζει μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία, μας δίνει τον ιδεολογικό κόσμο του δημιουργού του.

Ο ΜΥΘΟΣ

Η γρια-Λούκαινα, μια πτωχή χαροκαμένη πολύπαθη γυναίκα, κατεβαίνει στη θάλασσα για να πλύνει τα ρούχα στο αλμυρό νερό και να τα ξεβγάλει στο ποταμάκι που κυλάει εκεί κοντά. Περνώντας από το νεκροταφείο που βρίσκεται στο δρόμο της μοιρολογάει τα πεθαμένα παιδιά και τον άντρα της. Είναι απόγευμα, κατά το ηλιοβασίλεμα και σε μια πλαγιά εκεί δίπλα ένας νεαρός βοσκός αρχίζει να παίζει με τη φλογέρα του "φαιδρόν ποιμενικόν άσμα". Η μικρή εγγονή της Λούκαινας, η Ακριβούλα, ξεφεύγει από την επιτήρηση της μητέρας της και πηγαίνει να βρεί τη γιαγιά της. Καθώς δεν γνωρίζει το μονοπάτι, την κατευθύνει ο ήχος της φλογέρας και κάθεται για λίγο να ακούσει το τργούδι του βοσκού, ο οποίος δεν την αντιλαμβάνεται. Η ώρα περνά και όταν αποφασίζει να φύγει έχει ήδη σουρουπώσει. Δεν καταφέρνει να βρει το μονοπάτι για να κατέβει στη θάλασσα και γλιστρώντας στην απότομη πλαγιά πέφτει στο νερό και πνίγεται. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται το θάνατό της. Η γιαγιά της μάλιστα όταν ακούει τον παφλασμό νομίζει ότι είναι ο βοσκός που πετά πέτρες. Μόνο μια μικρή φώκια, πλησιάζει το άψυχο σώμα της μικρής και αρχίζει να το μοιρολογά.


Η ΓΡΙΑ ΛΟΥΚΑΙΝΑ


Η γριά Λούκαινα αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες γυναίκες του Παπαδιαμάντη. Στο διήγημα ο Παπαδιαμάντης μας δίνει τη γυναίκα του λαού, την Ελληνίδα, που αν και τη χτυπάει η μοίρα πέρα από κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής βρίσκει τη δύναμη να παλέψει.Είναι ένα τραγικό πρόσωπο, που υποφέρει χωρίς να φταίει. Η παρουσία της λειτουργεί αντιθετικά σε σχέση με τον βοσκό που εκφράζει την χαρά και την ελπίδα.

Η εικόνα της γριάς Λούκαινας και τα συναισθήματα που δημιουργούνται στον αναγνώστη

Με την εικόνα της γριάς Λούκαινας δημιουργούνται μέσα μας ποικίλα συναισθήματα. Συμπάθεια, γιατί η Λούκαινα, παρά τα γεράματά της, τα βάσανα της και την φτώχεια της, υποχρεώνεται να προσφέρει ακόμα ενεργά στη ζωή ενώ θα μπορούσε να έχει γαλήνη και ηρεμία, αν η ζωή και η μοίρα δεν την είχαν χτυπήσει από παντού. Καθώς προχωράει η διήγηση, το συναίσθημα κορυφώνεται και από συμπάθεια μετατρέπεται σε οίκτο. Ο θάνατος των πέντε παιδιών της, του άντρα της και ο ξενιτεμός των δύο αγοριών της την αφήνουν σχεδόν μονάχη της και υποχρεωμένη να υπηρετεί, παρά τα γεράματα της, την κόρη της που της απέμεινε με τα έξι μικρά παιδιά της. Ακόμα μας δημιουργείται το συναίσθημα του φόβου με την περιγραφή του μακάβριου τοπίου, όταν γίνεται αναφορά στο κοιμητήριο με τα σαπισμένα ξύλα, τους ανθρώπινους σκελετούς και τα λείψανα των πεθαμένων, πράγμα που θυμίζουν την ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης. Ταυτόχρονα ο αναγνώστης δοκιμάζει την αγωνία και την θλίψη για τον άδικο χαμό μιας νεαρής ύπαρξης, που έφυγε πρόωρα από την ζωή, της οποίας λίγο πρωτύτερα είδαμε την ομορφιά. Η συμπάθεια που γεννιέται στις καρδιές μας για την γριά Λούκαινα δίνει την θέση της στην συμπόνια μας για το άδικο χαμό της Ακριβούλας. Αυτό το συναίσθημα προέρχεται από ένα θάνατο τραγικό που συμβαίνει χωρίς καν να τον πάρουν είδηση οι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί γύρω.