Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Συνέντευξη της Μαριάννας Κορομηλα στο Lifo





Μαριάννα Κορομηλά: Ξεναγός, ιστορικός, συγγραφέας. Γκάγκαρη Αθηναία, ζει μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πηλίου. Έχει δει θάλασσες που δεν υπάρχουν πια. Πηγή: www.lifo.gr


Για να θυμηθούμε και τον Μάη του '68, πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Η Αθήνα είναι η πατρίδα μου γιατί έχω χιλιάδες μικρά πράγματα να θυμηθώ, παιδικές μνήμες που με συνδέουν με αυτή. Γεννήθηκα στο τέλος του Εμφυλίου, τον Αύγουστο του 1949, σε μια χώρα και μια πόλη πολύ φτωχή, πολύ ταλαιπωρημένη, διχασμένη και τσαλαπατημένη. Στα έξι μου μετακομίσαμε στο Παλαιό Φάληρο, όπου η μητέρα μου, ως Καϊρινή που ήταν, είχε σπίτι εκεί, όπως πολλοί Αιγυπτιώτες. Ήταν κάτι μονοκατοικίες-πέτρινοι πύργοι με ταράτσα. Παραδεισένιος τόπος για ένα παιδί τότε. Αναρωτιέμαι καμιά φορά αν έζησα σ' αυτό τον ιδανικό τόπο. Στον χωματόδρομο παίζαμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ξυπόλυτοι πηγαίναμε σε μια πεντακάθαρη θάλασσα. Ναι, μια ειδυλλιακή εποχή, αλλά αυτό που θυμάμαι πάντα και αναζητώ είναι η απλότητα.   Από την πατρική πλευρά κατάγομαι από οικογένεια Αθηναίων διανοουμένων και δημοσιογράφων. Από το 1834 οι Κορομηλάδες βγάζαμε τα λεφτά μας από τα γράμματα. Εγώ είμαι η πέμπτη γενιά. Ο προ-προ-προπάππος μου Ανδρέας Κορομηλάς, τυπογράφος και εκδότης, έφτιαξε τον πρώτο εκδοτικό οίκο στην ελεύθερη Ελλάδα. Είχε μάθει τη δουλειά στο βασιλικό τυπογραφείο και αργότερα στο Παρίσι, δίπλα στον σπουδαίο Γάλλο εγκυκλοπαιδιστή Ντιντό (είναι ο Διδότος, του έχουμε και δρόμο). Έβγαζε λεφτά τυπώνοντας σχολικά και θρησκευτικά βιβλία και τα ξόδευε για να εκδίδει αρχαίους συγγραφείς. Από τα δύο του παιδιά, ο Λάμπρος ήταν πρόξενος στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα κι ο Δημήτριος, ο προπάππος μου, εκδότης της πρώτης καθημερινής εφημερίδας στην Ελλάδα το 1872, «Η Εφημερίς». Έγραψε και γύρω στα 300 θεατρικά έργα, ανάμεσά τους είναι η «Τύχη της Μαρούλας» και «ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας». Εκείνος έπεισε τον Γεώργιο Α΄να ιδρύσει το Βασιλικό Θέατρο, αλλά δεν πρόλαβε τα εγκαίνια. Πέθανε 48 χρόνων, έχοντας φάει ως τρομερά μπον βιβέρ και γαλαντόμος όλα του τα λεφτά κι αφήνοντας την προγιαγιά μου Ευφροσύνη στον δρόμο με πέντε παιδιά. Ήταν όμως αποφασιστική  γυναίκα. Όλη η Αθήνα την ξέρει γιατί αυτή είναι η θεά Αθηνά: αυτή ποζάρισε δηλαδή στον Δρόση για να φτιάξει το γλυπτό που στέκει στην κολόνα έξω από την Ακαδημία Αθηνών.   

Παιδάκι χόρεψα στους Όρνιθες του Κουν. Όχι στους πρώτους, αλλά στους δεύτερους, στους οποίους έκανε τις χορογραφίες η Ζουζού Νικολούδη, δασκάλα μου στη Σχολή της Κούλας Πράτσικα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ φίλος της Πράτσικα, όπως επίσης και του Σίμωνα Καρά, τον οποίο είχα την τύχη να έχω δάσκαλο μουσικής. Λίγο αργότερα, πάλι λόγω της Σχολής, ήμουν δίπλα στην «πρωθιέρεια» Αλέκα Κατσέλη στην αφή της φλόγας των Ολυμπιακών του 1964, με χλαμύδες υφασμένες από την Εύα Σικελιανού. Όλη αυτή η αναβίωση της αρχαιότητας, οι Δελφικές Γιορτές, η Πράτσικα, ο Καράς, αντιπροσώπευαν την εξέλιξη της ιδεολογίας του φασισμού του Μεσοπολέμου. Ο φασισμός και ο ναζισμός, με όλες τις διαστρεβλώσεις τους, υπήρξαν πολύ σοβαρά κινήματα, με βαθιές ρίζες. Με την αριστοκρατία τους και τη λαϊκουριά τους. Αυτοί εκπροσωπούσαν την πνευματική αριστοκρατία. Μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου. Ομολογώ, βέβαια, ότι ήταν τρομερά έντιμοι άνθρωποι.   Ο πατέρας μου ήταν δημοσιογράφος στην «Καθημερινή». Μεγάλωσα στα τυπογραφεία της. Η Ελένη Βλάχου ήταν η νονά μου. Μια γυναίκα αντιπαθητική και ολωσδιόλου αντιπνευματική. Ως ανταποκρίτρια στους Ολυμπιακούς του 1936 στο Βερολίνο εξύμνησε τον Χίτλερ και το '67 έκλεισε τα έντυπά της, αφήνοντας άνεργους εκατοντάδες εργαζόμενους χωρίς αποζημίωση, γιατί θεώρησε τους Συνταγματάρχες «παραδουλεύτρες». Δεν είχε προλάβει να επιβληθεί η δικτατορία των στρατηγών που θα προτιμούσε η ίδια.   

Ως παιδί κι ως έφηβη είδα στο Ηρώδειο (στα βραχάκια) απίστευτα πράγματα: Μωρίς Μπεζάρ, Πάμπλο Καζάλς, Νουρέγιεφ. Περνούσαμε έξω από το Μπραζίλιαν και βλέπαμε όλους εκείνους τους φοβερούς κυρίους, τα ιερά τέρατα, που δεν τολμούσαμε να τους πούμε ούτε καλημέρα. Όταν έβλεπα τον Εμπειρίκο στο περίπτερο στο Κολωνάκι, έκανα ένα βήμα πίσω. Αλλά και μόνο να τον βλέπεις ήταν κάτι το καταπληκτικό. Παράλληλα, ο άθλιος ελληνικός κινηματογράφος πρόβαλλε μια Αθήνα ψεύτικη: «Από τα αλώνια στα σαλόνια». Όσοι δεν είχαν φύγει από τα χωριά τους μετά τον Εμφύλιο και τις διώξεις του '50, τα εγκατέλειπαν για να έρθουν να στοιβαχτούν στα θυρωρεία της Κυψέλης. Η Αθήνα μεταμορφώθηκε σε ξενοδοχείο. Όλοι τρέχουν στα χωριά τους με την πρώτη ευκαιρία.  



 Διώχτηκα από το Αμερικάνικο Κολέγιο ως υπόδειγμα κακής μαθήτριας, αλλά και ως παιδί επαναστατημένο, με πολύ θράσος και άποψη. Αφού έκανα γύρα σε διάφορα σχολεία, τέλειωσα τη Σχολή Λαζαροπούλου, όπου κατέληγαν οι χειρότεροι. Είχα ήδη φύγει από το σπίτι μου. Στα 16 άνοιξα την πόρτα και δεν επέστρεψα ποτέ. Εργάστηκα σε εκατοντάδες δουλειές για να επιβιώσω. Όταν πρωτοήρθε το «Holiday on Ice» στην Αθήνα δούλεψα ως μεταφράστρια του αρχιφωτιστή. Κάποια στιγμή άρχισα να χειρίζομαι η ίδια το κεντρικό «κανόνι». Φώτιζα τους πρωταγωνιστές. Μαγεία! Εκείνα τα χρόνια υπήρχε τουρισμός εξαιρετικής ποιότητας και, καθώς ήξερα καλά αγγλικά και γαλλικά, κι ακόμα καλύτερα την Ελλάδα, εργαζόμουν ως συνοδός σε κότερα. Πήγα και στη Σχολή Ξεναγών, όπου βρέθηκα με εκπληκτικούς καθηγητές. Όλοι τους αποκλεισμένοι από τα πανεπιστήμια λόγω χούντας, επειδή ήταν «κεντρώοι». Εκεί, εγώ, η χείριστη των μαθητών, βγήκα πρώτη. Άρχισα να ξεναγώ, έκανα παράλληλα ιδιαίτερα μαθήματα με ορισμένους καθηγητές και πηγαινοερχόμουν στο Παρίσι για σπουδές. Ιστορία και Φιλοσοφία.   

Η γενιά μου κι εγώ μαζί, ως έφηβοι της εποχής, φάγαμε τη χούντα στο κεφάλι. Το χειρότερο που επέβαλε ήταν ο φόβος. Κάτι που δεν περιγράφεται. Μαθαίναμε για τα βασανιστήρια και πού να τολμήσει κανείς να κουνηθεί. Από την άλλη, ήταν και η χαριστική βολή της εξαχρείωσης των ηθών. Η φτώχεια μέχρι το '65 είχε μια αξιοπρέπεια.   Από τα Ιουλιανά και μετά ζήσαμε μια τρομερή ανηθικότητα, η οποία εδραιώθηκε με τη χούντα και καρποφόρησε μετά τη Μεταπολίτευση. Είδαμε τον Παπαδόπουλο να μιλάει στην Ακαδημία Αθηνών και να τον χειροκροτούν ακαδημαϊκοί. Είδαμε να τον χειροκροτούν καθηγητές στο πανεπιστήμιο. Η χούντα σε εκμηδένιζε ως προσωπικότητα. Και σένα και όλο σου το σόι. Και δεν υπάρχει σύγκριση με τίποτα, ας μη γελιόμαστε. Η χούντα σού βάζει το όπλο στον κρόταφο. Εσύ πληρώνεις τον συνταγματάρχη να φυλάει τα σύνορα και αυτός στρέφει τα τανκ καταπάνω σου.   

Με τη Μεταπολίτευση δούλεψα στο Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι. Λίγο αργότερα μεταπήδησα στο νέο Δεύτερο Πρόγραμμα, επίσης δημιούργημά του. Όταν η κυβέρνηση κατάλαβε τον «κίνδυνο» να τον έχει διευθυντή σε ένα πρόγραμμα μεγάλης ακροαματικότητας, του το πήρε πίσω. Αποφασίσαμε να παραιτηθούμε, αλλά μας ζήτησε να συνεχίσουμε τη δουλειά μας υπό τη διεύθυνση της εξαιρετικής Σοφίας Μιχαλίτση-Τάγκα. Έκανα, επί 31 χρόνια, κάθε εβδομάδα μία ώρα ταξιδιωτικής εκπομπής, ανιχνεύοντας τον ελληνικό κόσμο. Άρχισα από την Ελευσίνα, ακολούθησε η Άρτα, μετά η Λάρνακα, μετά η Τραπεζούντα. 

Ήδη από τα 16 μου ανακάλυπτα ξανά τον ελληνικό κόσμο, έναν μεγαλύτερο κόσμο, πολύ πιο πλούσιο κι ενδιαφέροντα. Χωρίς ίχνος εθνικισμού. Εκείνα τα χρόνια οι Έλληνες ξεναγοί, ένα εξαιρετικό σώμα που έχει προβάλει με τον καλύτερο τρόπο την Ελλάδα κι έχει στηρίξει τον τουρισμό, κάναμε και όλη την Ανατολική Μεσόγειο, δουλεύοντας σε κρουαζιερόπλοια. Αίγυπτος, Άγιοι Τόποι, Λίβανος, Τουρκία. Εμένα με ενδιέφεραν, όμως, οι συμπατριώτες. Ήθελα να τους ταξιδέψω στους ανοιχτούς ορίζοντες που είχα γνωρίσει. Ήμουν η πρώτη που πήγα ομάδα Ελλήνων στην αγαπημένη μου Συρία. Αυτά το 1985.   Ήθελα πάντα να δω τα πράγματα με τα δικά μου μάτια. Έβγαινα από ένα γραμματιζούμενο σπίτι, άκουγα, μάθαινα, αλλά ήθελα να εξακριβώνω. Τα ταξίδια, κατά τα άλλα, δεν μου αρέσουν καθόλου. Ταξιδεύω από αδήριτη ανάγκη. Δεν πιστεύω τίποτα προτού το ψάξω μέχρις εσχάτων. Για να καταλάβω λίγο πολύ ποια είμαι εγώ. Και θέλω να το κάνω μόνη μου. Ούτε να μου το πει ο πατέρας μου ή ο καθηγητής, ούτε το κάκιστο σχολικό βιβλίο, το οποίο παραμένει ουσιαστικά το ίδιο από την εποχή του Όθωνα. Από μικρή χρειαζόμουν να τοποθετώ τα ιστορικά γεγονότα στον γεωγραφικό τους χώρο και να τον βλέπω κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Έκανα απίστευτα ταξίδια. 

Έφτασα μέχρι τον Πόντο σε άγριες εποχές. Ένιωθα ότι πρέπει να μετρήσω επιτόπου αυτή την ανυπολόγιστη κληρονομιά. Να γίνω συγκληρονόμος. Όλοι έχουν άποψη για την ιστορία. Έχει κανείς άποψη για τα μαθηματικά;  Όχι! Πώς τσαλαβουτάνε στην ιστορία χωρίς να είναι επιστήμονες; Μία από τις αγκυλώσεις είναι ότι οι Έλληνες δεν μπορούν και δεν θέλουν να καταλάβουν την έννοια της αυτοκρατορίας. Ο εθνάρχης Καραμανλής γεννήθηκε Οθωμανός υπήκοος. Κανείς δεν το θυμήθηκε ποτέ. Ούτε ο ίδιος. Μα και τους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους τους κρύψαμε επιμελώς επί δεκαετίες. Καππαδόκες, Πόντιοι από τουρκόφωνα μέρη και τόσοι άλλοι χρειάστηκε να κόψουν τη γλώσσα τους, να αλλάξουν τα επίθετά τους. Αλλά και το θέμα της Αρβανιτιάς, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας, το κρύβουμε σαν την γάτα. Διάφοροι «μπροστάρηδες» ξεσηκώνουν ή αποπροσανατολίζουν τον κόσμο και στο μεταξύ από τα σχολικά βιβλία λείπουν τα Ιόνια, η Μακεδονία, τα Δωδεκάνησα, η Ήπειρος, η Θράκη, η Κρήτη. Ελάχιστες αναφορές και κανείς δεν διαμαρτύρεται.   

Τον πολιτισμό τον χρωστάμε στο εμπόριο. Τι είναι το εμπόριο; Η ανάγκη προϊόντων («αγαθών») που δεν χρειαζόμαστε. Ειδάλλως, είμαστε αυτάρκεις. Αλλά δεν σου φτάνουν το στάρι και η σαρδέλα. Θέλεις και τον κέδρο από τον Λίβανο. Από εκεί αρχίζει το αλισβερίσι. Είναι μαγευτικό πράγμα το εμπόριο κι εμείς, οι διανοούμενοι, το έχουμε καταφρονημένο, ενώ του οφείλουμε τα πάντα. Σκέψου τους  Έλληνες που έπειθαν τους βαρβάρους ότι αν δεν είχαν τουλάχιστον ένα ελληνικό αγγείο στον τάφο τους, δεν άξιζαν τίποτα. Και βρίσκεις αττικά αγγεία ως τα βάθη της Ασίας.   

Οι Έλληνες είμαστε φυλή με σημαντικές ιδιότητες και αρετές. Αλλά και μερικά τρομερά ελαττώματα, χάρη στα οποία επιζήσαμε. Ένα από αυτά είναι ότι δεν δεχόμαστε κανένα νόμο. Αυτό το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» το είχαμε πάντα. Μόνο στον φόβο κάνουμε πίσω. Οι Έλληνες είναι φοβητσιάρηδες. Υπάρχει, πάντως, ένα είδος συνέχειας πολιτιστικού DNA και οι ξένοι που έρχονται εδώ μέσα σε διάστημα 30-40 χρόνων αφομοιώνονται. Έτσι έγινε και μ' εμάς, τους Αρβανίτες, που ήρθαμε πριν από αιώνες, έτσι θα αφομοιωθούν και οι Αλβανοί που ήρθαν το '90.   

Μέχρι πριν από δύο χρόνια πήγαινα στην Πόλη κάθε μήνα. Αν δεν πήγαινα, μου έλειπε φοβερά. Τώρα πια νιώθω ξένη. Το ίδιο ξένη αισθάνομαι και σε τούτη την Ελλάδα. Όταν πέθανε ο Μάνος Χατζιδάκις, ήταν σαν να τέλειωσε για μένα η ελληνική ζωή. Έχω δει θάλασσες που δεν υπάρχουν πια. Είδα την Ελλάδα να καταστρέφεται ολοσχερώς. Έχω ευθύνη κι εγώ, όπως όλη η γενιά μου. Παρακολούθησα και την Τουρκία να τινάζεται στον αέρα. Τη Συρία να τουριστικοποιείται και να αλλάζει η ανθρωπογεωγραφία της. Στη Συρία είχα βιώσει την οικουμενικότητα, τον σεβασμό ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς. Εκεί όπου μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε σκλάβωνε η απλότητα, η αφέλεια, η ζωντανή παράδοση, η απίστευτη αξιοπρέπεια της φτώχειας, τώρα υπάρχουν μόνο συντρίμμια.   

Εξακολουθώ, όμως, να αισθάνομαι Αθηναία και ντρέπομαι πάρα πολύ για ό,τι έγινε τον περσινό Φεβρουάριο στην πόλη μου. Για μερικές ώρες ζήσαμε την πλήρη εκτροπή. Η πυρπόληση του κέντρου σήμαινε την κατάλυση οποιασδήποτε πολιτικής εξουσίας. Φτάσαμε στο τέλος. Ως μία υπερφίαλη, επιφανειακή, κοινωνία το λησμονήσαμε κι αυτό, σαν να ήταν μια μπόρα που γκρέμισε κάποια γέφυρα του Κηφισού. Κράτος χωρίς πρωτεύουσα δεν υπάρχει, και πρωτεύουσα χωρίς κέντρο δεν υπάρχει. Είμαστε πολίτες χωρίς πόλη. Δίχως σημεία αναφοράς. Ο δημόσιος χώρος συρρικνώθηκε απελπιστικά. 

Προχθές έκλεισε το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Είχα χρόνια να πάω, αλλά ήξερα ότι ήταν εκεί. Στο βιβλιοβασίλειο της Σόλωνος.   Παρ' όλα αυτά, είμαι ευτυχής που δεν μετανάστευσα το '79-'80, όπως σχεδίαζα, καθώς με έπνιγε από τότε ο τόπος. Γερνώντας στην Αθήνα, απολαμβάνω κάθε μέρα και πιο πολύ το αναντικατάστατο κλίμα της. Το μοναδικό της φως. Αν μας συνδέει κάτι με το παρελθόν, αν μας παρηγορεί κάτι για το παρόν, είναι το φως και το κλίμα. Αυτό «το φως το αληθινόν» που δοξάζουμε το Πάσχα το χαιρόμαστε καθημερινά στην Αθήνα. Το ρουφάω με ευγνωμοσύνη και πιστεύω πως δεν έχουμε άλλη σωτηρία.       Τ

Tο βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά, Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόραμα, ενώ από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα Εν τω Σταδίω και Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα. 
Πηγή: www.lifo.gr