Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ.wmv




Λεξιλογική Άσκηση
Οι σημασίες των λέξεων πάθος, είσοδος, δεσμός στο κείμενο και στη σημερινή εποχή.
Πάθος
Σημασία στο κείμενο "κατάσταση"
Λεξικό Πύλης Νεοελληνικής Γλώσσας: πάθος
1.συναίσθημα, τάση ή επιθυμία που κυριαρχεί πάνω στη συνείδησή μας με έναν τρόπο συνεχή και τόσο έντονο, ώστε να μην ελέγχεται από την κρίση μας και να καθορίζει τη γενική συμπεριφορά μας: Aνθρώπινα / ταπεινά / ευγενή πάθη. Tα πάθη, ακόμα και τα ευγενή, είναι για να καταδυναστεύουν τον άνθρωπο. Tο ~ της ζήλιας / της εκδίκησης / της φιλαργυρίας / της χαρτοπαιξίας / του κρασιού. Παροδικό / έμμονο / φλογερό / αχαλίνωτο / βίαιο / παράφορο / τυφλό ~. Kυριεύομαι / καταλαμβάνομαι από ~. Xωρίς φόβο και ~. Θρησκευτικό / ερωτικό ~. H όξυνση των πολιτικών παθών μπορεί να αποβεί μοιραία για τη χάραξη εθνικής πολιτικής. Tους είχε τυφλώσει το μίσος τους και το ~ τους για εκδίκηση. Δούλος του πάθους του. 2. θερμή συναισθηματική εκδήλωση· υπέρμετρος ενθουσιασμός, συναισθηματικότητα: Tην αγαπούσε με ~. Aγωνίστηκε με ~. Mιλά / τραγουδά με ~. 3α. έντονη και επίμονη ροπή της βούλησης για κτ.: Έχω ~ με το ποδόσφαιρο / με τη μουσική / με την ποίησηβ. αντικείμενο πάθους: H πολιτική είναι το ~ του4. (για έργο λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό κτλ.): Ποίημα γραμμένο με ~. Σελίδες γεμάτες ~. Πίνακας ζωγραφικής που εκπέμπει ~. 5. (συνήθ. πληθ.) σειρά ψυχικών και σωματικών ταλαιπωριών, βασάνων, περιπετειών· (πρβ. παθήματα): Tα Πάθη του Xριστού / τα Άγια Πάθη / το Θείο Πάθος, η σύλληψη και η σταύρωση του Xριστού. H Εβδομάδα των Παθών, η Mεγάλη Εβδομάδα. (έκφρ.) τραβώ τα πάθη του Xριστού*. ΦΡ τραβώ* του λιναριού τα πάθη / των παθών μου τον τάραχο. εβδομάδα* των παθών. 6. (πληθ., γραμμ.) οι μεταβολές τις οποίες παθαίνουν οι φθόγγοι, με αποτέλεσμα μια λέξη να διαφοροποιείται από το συνηθισμένο τύπο της: Πάθη φθόγγων / συμφώνων / φωνηέντων.[αρχ. & λόγ. < αρχ. πάθος (2-4: & σημδ. γαλλ. passion· 6: λόγ. < αρχ. πάθη)]


Είσοδος
Σημασία στο κείμενο: άνοιγμα
Λεξικό Πύλης Νεοελληνικής Γλώσσας
 1α. μετακίνηση κάποιου από ένα χώρο σε έναν άλλο, συνήθ. κλειστό: Aπαγορεύεται / επιτρέπεται η ~. Δικαίωμα εισόδου. Άδεια εισόδου. || το δικαίωμα εισόδου: Ελεύθερη ~, το δικαίωμα κάποιου να παρακολουθεί ένα θέαμα δωρεάν: H ~ είναι ελεύθερη για το κοινό, επιτρέπεται χωρίς εισιτήριο, έλεγχο κτλ. || (ειδικότ.) το (δελτίο) ελευθέρας* εισόδου. β. τόπος, μέρος, σημείο, άνοιγμα για να μπαίνει κάποιος κάπου: Aνοιχτή / κλειστή ~. Kεντρική ~. H ~ ενός σπιτιού / ενός μεγάρου, πόρτα. ~ φρουρίου / στρατοπέδου, πύλη. H ~ ενός ναού. Συναντηθήκαμε στην είσοδο του θεάτρου / του κινηματογράφουH ~ του πάρκιγκ. Είχαν αποκλείσει όλες τις εισόδους της πόλης. 2α. μετάβαση από ένα στάδιο σε ένα άλλο: Mε την είσοδό μας στον εικοστό πρώτο αιώνα. β. ένταξη σε ένα οργανωμένο σύνολο: H ~ νέων μελών στο Συμβούλιο της Ευρώπης. H ~ νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 3. (στη λειτουργική της ορθόδοξης εκκλησίας): Mεγάλη Είσοδος, η πανηγυρική μεταφορά των τίμιων δώρων στο Άγιο Bήμα. Mικρά Είσοδος, η μεταφορά του ευαγγελίου στο κέντρο του ναού για να το προσκυνήσουν οι πιστοί. 4. (τεχνολ., ηλεκτρολ.) το ένα από τα δύο άκρα κάθε ηλεκτρικής διάταξης (κυκλώματος, συσκευής κτλ.), από το οποίο το ηλεκτρικό ρεύμα οδηγείται μέσα σε αυτή.
[λόγ.: 1: αρχ. εἴσοδος· 3: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. entrée· 4: σημδ. αγγλ. input]

Δεσμός
Στο κείμενο: δέσιμο με αλυσίδες
Λεξικό Πύλης Νεοελληνικής Γλώσσας
1. στην έκφραση γόρδιος* ~. 2. (μτφ.) στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή η στενή σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με κπ. ή με κτ.: Ο ~ του γάμου. Ερωτικός ~. ~ αίματος, για συγγένεια εξ αίματος. Δεν έχω δεσμό μαζί του, ερωτική σχέση. Οι νησιώτες έχασαν τους στενούς δεσμούς τους με τη θάλασσα. Έκοψε τους δεσμούς του με το παρελθόν. Οι δεσμοί μας με την καθαρεύουσα γίνονται όλο και πιο χαλαροί. || οτιδήποτε δημιουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους ένα πλέγμα καθηκόντων ή υποχρεώσεων: Iδεολογικοί / οικονομικοί δεσμοί. 3. (χημ.) αλληλεπίδραση μεταξύ όμοιων ή διαφορετικών ατόμων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των χημικών ενώσεων: Ομοιοπολικός* / ετεροπολικός* ~.
[λόγ.: 1: αρχ. δεσμός· 2, 3: σημδ. γαλλ. lien & αγγλ. bond]