Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία....

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ, β' σκηνή, 883-943στ.

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς
οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι
πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς
πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ᾽ ὀλωλότων·





νύμφη, ἡ, Επικ. κλητ. νύμφᾰ· Δωρ. νύμφᾱ· I. 1. νεαρή σύζυγος, νύφη, Λατ. nupta, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. γενικά, κάθε παντρεμένη γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 3. νεαρή κόρη, παρθένα σε ηλικία γάμου, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. 4. ισοδύν. Λατ. nurus, η νύφη (αναφορικά με τα πεθερικά και τους κουνιάδους), σε Κ.Δ. II. 1. ως κύριο όνομα, η Νύμφη, σε Όμηρ.· θεαὶ Νύμφαι, σε Ομήρ. Ιλ.· διακρίνεται με διαφορετικά κατά τόπους ονόματα· Νύμφες των πηγών είναι οι Ναϊάδες, Νύμφες της θάλασσας οι Νηρηΐδες, Νύμφες των δέντρων οι Δρυάδες και οι Ἁμαδρυάδες, Νύμφες των βουνών οι Νύμφαι Ὀρεστιάδες και οι Ὀρεάδες, Νύμφες του αγρού οι Νύμφαι λειμωνιάδες. 2. λέγεται για πρόσ. που βρίσκονται σε κατάσταση έκστασης, όπως οι μάντεις και οι ποιητές· λεγόταν ότι είχαν καταληφθεί από τις Νύμφες, δηλαδή ότι ήταν νυμφόληπτοι, Λατ. lymphaticI. III. χρυσαλλίδα ή προνύμφη του μεταξοσκώληκα, σε Ανθ.

Βλ.κ. Βικιπαίδεια λήμμα "νύμφες"

νυμφεῖος, -α, -ον και -ος, -ον (νύμφη)· I. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ. II. ως ουσ., 1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ. 2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ. 3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.

νυμφεύω (νύμφη), μέλ. -σω, I. 1. οδηγώ, συνοδεύω τη νύφη, την παραδίδω σε γάμο με κάποιον, την παντρεύω με κάποιον, σε Ευρ. 2. παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα,

Λατ. nubere, σε Σοφ.· αλλά επίσης και για άνδρα, Λατ. ducere, σε Ευρ.· όπως επίσης και για τους δύο, νυμφεύετ', εὖ πράσσοιτε, στον ίδ. II. Παθ. με Μέσ. μέλ. νυμφεύσομαι, Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ ἐνυμφευσάμην, ἐνυμφεύθην· παραδίδομαι σε γάμο, παντρεύομαι, λέγεται για γυναίκα, σε Ευρ.· νυμφεύομαι ἔκ τινος, λαμβάνομαι από κάποιον για γάμο, στον ίδ. III. Μέσ., λέγεται για άνδρα, παίρνω γυναίκα ως σύζυγο, στον ίδ.


 έρως, γάμος, φιλία, παντρειά, νύφη


Μαρκ. 10,7
" ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν."

http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Kata_Markon_Euaggelio/Kata_Markon_Euaggelio_kef.10.htm