Je quitterai
le blanc sommet enneigé qui réchauffait d'un sourire nu mon infini isolement. Je secouerai de mes épaules la cendre dorée des astres comme les moineaux secouent la neige de leurs ailes. Ainsi un homme, simple et intègre ainsi tout joyeux et innocent je passerai sous les acacias en fleurs de tes caresses et j'irai becqueter la vitre rayonnante du printemps. Je serai l'enfant doux qui sourit aux choses et à lui-même sans réticence ni réserve. Comme si je n'avais pas connu les fronts mornes des crépuscules de l'hiver les ampoules des maisons vides et les passants solitaires sous la lune d'Août. Un enfant. |
Εαρινή συμφωνία (I)
Θ’ ἀφήσω
τὴ λευκή χιονισμένη κορυφή πού ζέσταινε μ’ ἕνα γυμνό χαμόγελο τήν ἀπέραντη μόνωσή μου. Θά τινάξω ἀπ’ τούς ᾤμους μου τὴ χρυσή τέφρα τ ῶ ν ἂστρων καθώς τα σπουργίτια τινάζουν το χιόνι ἀπ’ τα φτερά τους. Ἔτσι σεμνός ἀνθρώπινος ἀκέριος ἔτσι πασίχαρος κι ἀθῶος θά περάσω κάτω ἀπ’ τ ίς ἀνθισμένες ἀκακίες τῶν χαδιῶν σου καί θά ραμφίσω τό πάμφωτο τζάμι τοῦ ἔαρος. Θά ‘μαι τό γλυκό παιδί πού χαμογελάει στά πράγματα καί στόν ἑαυτό του χωρίς δισταγμό καί προφύλαξη. Σά νά μή γνώρισα τά χλωμά μέτωπα τῶν χειμωνιάτικων δειλινῶν τίς λάμπες τῶν ἄδειων σπιτιῶν καί τούς μοναχικούς διαβάτες κάτω ἀπ’ τή σελήνη τοῦ Αὐγούστου. Ἕνα παιδί. |
source: http://dornac.over-blog.com/