Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

"Η Αργυρού κλινόταν υπέροχα" του Νίκου Σαραντάκου


Σε ένα από τα βιβλία που κληρονόμησα από τον παππού μου, ένα θεατρικό έργο του 19ου αιώνα, μια φάρσα του Άννινου, υπάρχει μια  πολύ διασκεδαστική σκηνή ανάμεσα σε έναν δάσκαλο, που μιλάει καθαρεύουσα, και στην υπηρέτρια του σπιτιού, τη Μαριγώ. Η Μαριγώ έχει παρακαλέσει τον δάσκαλο να της κάνει μια εξυπηρέτηση, και ο δάσκαλος λέει:
- Ας ικανοποιήσω την επιθυμίαν της αγαπητής μου Μαριγούς
- Δεν με λένε Mαριγού, Μαριγώ με λένε, διορθώνει η κοπέλα.
- Ναι, καλή μου, αλλά κλίνεσαι!
- Και γιατί να κλείνομαι; Καμιά ασκημομούρα είμαι;

Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία
Ο Άννινος παίζει με τις διαφορές δημοτικής και καθαρεύουσας· βάζει τον δάσκαλο να κλίνει αρχαιότροπα το λαϊκό όνομα της Μαριγώς, και βέβαια η κοπέλα, που αγνοεί το κλιτικό υπόδειγμα, υποθέτει ότι η ονομαστική είναι “Μαριγού” (όπως: η αλεπού της αλεπούς) και διαμαρτύρεται. Κι επειδή αγνοεί επίσης το ρήμα “κλίνομαι”, νόμισε ότι της είπαν ότι “κλείνεται” μέσα στο σπίτι -αλλά δεν έχει λόγο να κλείνεται, κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά! Το κοινό γελάει με την αφέλεια της κοπέλας αλλά και με τη γλωσσική στενοκεφαλιά του δασκάλου. Αυτά, περί το 1890.
Καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του “Γλώσσα και ζωή”, ο πρωτοπόρος δημοτικιστής Ελισαίος Γιανίδης, έκανε ένα ενδιαφέρον πείραμα: πήρε λόγιες λέξεις και τις προσάρμοσε στο τυπικό της δημοτικής, και από την άλλη πήρε λαϊκές λέξεις και τις προσάρμοσε στο τυπικό της καθαρεύουσας. Στην πρώτη περίπτωση η προσαρμογή ήταν εντελώς ή σχεδόν αβίαστη, στην άλλη περίπτωση τραγελαφική. Τον πίνακα αυτόν του Γιανίδη θα τον παρουσιάσω κάποτε, αλλά προς το παρόν θα δώσω μια γεύση. Για παράδειγμα, πήρε ο Γιανίδης τις λόγιες λέξεις “δικαστής, εφέτης”, εφάρμοσε τις (σήμερα καθιερωμένες, αλλά τότε ακόμα καινοτομικές) δημοτικιστικές καταλήξεις: του δικαστή, του εφέτη. Φυσιολογικό. Έπειτα, πήρε τις λαϊκές λέξεις “περιβολάρης, μανάβης” και τους εφάρμοσε καθαρευουσιάνικες καταλήξεις: του περιβολάρου, του μανάβου. Κωμικό! Παρόμοια, πήρε τα αρχαία θηλυκά Ερατώ, Κλειώ, έφτιαξε τη δημοτικότροπη γενική: της Ερατώς, της Κλειώς, καμιά δυσκολία. Πήρε μετά τα λαϊκά Φωφώ, Μαριγώ, τα προσάρμοσε στο τυπικό της καθαρεύουσας: της Φωφούς, της Μαριγούς -και γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
Σήμερα, το παρδαλό κατσίκι θα γελούσε πολύ περισσότερο, και όχι απλώς πειραματικά αλλά σε μόνιμη βάση, επειδή σήμερα κάποιοι συνηθίζουν, και το θεωρούν και πιο καθωσπρέπει, να αρχαιοκλίνουν τα θηλυκά ονόματα σε -ώ, και μάλιστα όχι μόνο τα αρχαία αλλά και τα νεότερα. Είναι κι αυτό ένα από τα πολλά φανταχτερά κουρελάκια με τα οποία διανθίζουν τα κείμενά τους όσοι θέλουν να ξεχωρίσουν από την πλέμπα που γράφει στην καθομιλουμένη. Λέω ότι είναι κουρελάκια, επειδή βέβαια κανείς δεν γράφει σωστή και στρωτή καθαρεύουσα, απλώς πασπαλίζει τα κείμενά του με ξεκομμένους καθαρευουσιάνικους τύπους.
Αυτή η τάση, να κλίνονται αρχαιοπρεπώς ορισμένα κύρια ονόματα, συνήθως θηλυκά, είναι σχετικά καινούργια, ας πούμε της τελευταίας δεκαπενταετίας-εικοσαετίας. Η παλιότερη δημοτική είχε προσπαθήσει, και σε πολύ μεγάλο βαθμό είχε καταφέρει, να συμμορφώσει με το δημοτικό τυπικό τα αρχαία ονόματα, είτε των ίδιων των αρχαίων, είτε των νεότερων που βαφτίζονταν με αρχαία ονόματα. Έτσι, η αρχαία κλίση έμενε μόνο για στερεότυπες «απολιθωμένες» χρήσεις σαν την οδό Σοφοκλέους. Κατά τα άλλα, όλοι ή σχεδόν όλοι έλεγαν και έγραφαν π.χ. ο Θαλής του Θαλή (και όχι του Θαλού) είτε γινόταν λόγος για τον αρχαίο φιλόσοφο από τη Μίλητο είτε για τον Θαλή Τσιριμώκο, τον ποδοσφαιριστή. Μάλιστα, στα μέσα ή στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο λόγιος Γ. Καλιόρης είχε στηλιτεύσει την τάση των σχολικών βιβλίων να συμμορφώνουν με το τυπικό της δημοτικής τα ονόματα των αρχαίων (ο Σόλωνας, του Πλάτωνα) διότι, όπως έλεγε, έστω κι αν τα ονόματα αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί ως βαπτιστικά μεταγενέστερων, «ο αρχαίος φιλόσοφος, ο ένας και ανεπανάληπτος και απολύτως ορισμένος παραμένει Πλάτων και όχι Πλάτωνας, γιατί αυτό είναι το όνομά του». Άρα, Πλάτων ο φιλόσοφος, αλλά Πλάτωνας ο περιπτεράς της γωνίας, κατά Καλιόρη. Να προσθέσω πάντως ότι αυτή η γνώμη του Καλιόρη ήταν τότε μειοψηφική. Άλλωστε, όσοι έκαναν κλασική φιλολογία γαλουχήθηκαν με την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας του Λέσκι, στη θαυμάσια μετάφραση του Αγ. Τσοπανάκη, όπου όλα τα ονόματα αρχαίων συγγραφέων κλίνονται ανθρωπινά: του Σωκράτη, ο Πλάτωνας, του Σοφοκλή, της Σαπφώς.
Σήμερα όμως το εκκρεμές του ευπρεπισμού και του συντηρητισμού έχει φτάσει στο άλλο άκρο, και όχι μόνο τα ονόματα των αρχαίων φιλοσόφων, αλλά και των νεότερων περιπτεράδων αρχαιοκλίνονται. «Τα κομμάτια κινούνται στο γνωστό συνθετικό μοτίβο της Ηρούς» διαβάζω σε δελτίο τύπου για την συνθέτρια Ηρώ, ενώ αλλού καλούμαι να εντρυφήσω στις «απαντήσεις της Μαντούς στο κοινό της». Και σε περιγραφή των τεκταινομένων στον «Μπιγκ Μπράδερ» είχα δει ότι «Άσκοπες βόλτες στον κήπο έκανε ο Κώστας μετά την αποχώρηση της Κλειούς, θέλοντας να απομονωθεί.» Μάλιστα, ο Γ. Χάρης διασώζει ένα πολύ ενδιαφέρον στιγμιότυπο από την εκπομπή αυτή: ενώ οι παίκτες συζητούσαν για την αποχώρηση της Κλειώς λέγοντας, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, «της Κλειώς», ο παρουσιαστής της εκπομπής τους διόρθωνε: «της Κλειούς». Προφανώς, θα έβρισκε τον αρχαιότροπο τύπο πιο σικάτο, πιο φιγουράτο, πιο ταιριαστό στο επίπεδο της εκπομπής, βρε αδερφέ!
Και βέβαια, οι επώνυμες Ηρώ και Μαντώ έχουν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν να κλίνονται αρχαιότροπα, για να κολλήσουν λίγην αρχαιοπρεπή χρυσόσκονη μήπως και επιτέλους λάμψουν, αλλά η μπάλα έχει πάρει δικαίους και αδίκους. Έτσι, έπεσε στα χέρια μου παιδικό βιβλίο με βιογραφίες αγωνιστών του ’21, το οποίο χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τον τύπο «της Μαντούς Μαυρογένους», ενώ στα σχολικά μου χρόνια, επί χούντας και καθαρευούσης, η ηρωίδα του’21, το θυμάμαι ολοκάθαρα, κλινόταν λαϊκά: της Μαντώς Μαυρογένους (Η μανία του βιβλίου μάλιστα φτάνει στο ανεπίτρεπτο ατόπημα να ευπρεπίζει και το δημοτικό δίστιχο: «Κάνει φτερά στον πόλεμο για της Μαντούς τη χάρη / και της πατρίδας την τιμή κάθε άξιο παλληκάρι»). Και στο Βήμα είχα δει να γίνεται λόγος για τη «φωνή της Σαπφούς Νοταρά» –χωρίς ο καλός δημοσιογράφος να φοβηθεί μήπως τον πάρει είδηση από εκεί ψηλά η μακαρίτισσα και τον κράξει με την τόσο χαρακτηριστική φωνή της. Όπως δεν φοβήθηκε το γελοίο και ο δημοσιογράφος του περιοδικού ΚΛΙΚ, όταν ρώτησε την ηθοποιό Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους πώς ερμήνευσε το ρόλο της Ερατούς, της τσιγγανοπούλας Ερατούς να θυμίσω, σε μια πετυχημένη τηλεοπτική σειρά.
Αυτά τα παραδείγματα τα είχα ψαρέψει όταν πρωτοέγραψα άρθρο για αυτό το θέμα, γύρω στο 2003. Από τότε, η αρχαιοκλιτική ξιπασιά εξαπλώθηκε και πήρε διαστάσεις επιδημίας: εμφανίστηκαν τύποι όπως της Αργυρούς ή της Γωγούς που παλιότερα μόνο για αστείο θα λέγονταν. Παράλληλα εξαπλώθηκε και η ακλισία των άλλων θηλυκών κύριων ονομάτων (βρίσκει πια κανείς όχι μόνο «της Άννα Φρανκ», αλλά και «της Άννα Βίσση»), οπότε αν κάποιος χαλκέντερος συντάξει γραμματική της γλαφυράς ελληνικής θα συμπεριλάβει τον κανόνα ότι τα θηλυκά κύρια ονόματα είναι άκλιτα εκτός αν λήγουν σε -ώ οπότε έχουν γενική -ούς.
Μια πρόχειρη τσάρκα στο Διαδίκτυο, σημερινή (2012), δίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, τα εξής αποτρόπαια δείγματα που θα έκαναν τον Μποστ να κιτρινίσει από τη ζήλεια του:
* Είναι κόρη του Ιωάννη (που ήταν κηπουρός στο νεοκλασσικό) και της Φωφούς Βλαχάκη και από πολύ μικρή ήταν παιδί χωρισμένων γονιών (Λήμμα της Βικιπαίδειας για το σίριαλ “Κωνσταντίνου και Ελένης”)
* Η προσγείωση της Ζωζούς [Σαπουντζάκη] στην αγκαλιά του προέδρου του πολιτιστικού οργανισμού…
* Όσο για το πρώην υπέροχο όνομα Αργυρώ (της Αργυρώς) το έχουν χακέψει οι ευπρεπιστές, με δάσκαλο τον Άδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος καμάρωνε που η γυναίκα του “έχει πάρει το βιβλίο της Αργυρούς και κάνει πολλές συνταγές”. Εξαντλητική απογραφή του στερεώματος των Αργυρούδων είχε κάνει παλιότερα ο φίλος Earion στη Λεξιλογία.
Το περίεργο είναι ότι ο κ. Καλιόρης που πριν από κάμποσα χρόνια έσκιζε τα ρούχα του για να διαφυλάξει τη διάκριση ανάμεσα στον φιλόσοφο (ο Πλάτων) και στον περιπτερά (ο Πλάτωνας) δεν έχει κρίνει σκόπιμο να σχολιάσει την ισοπέδωση των Ηρούδων και των Μαντούδων, δεν έκρινε σκόπιμο να ειρωνευτεί τη Ζωζού και τη Φωφού. Βέβαια, το παρήγορο είναι ότι, ακόμα και μετά την επέλαση των μιμητών του Άδωνη, τα νεότερα ονόματα αντέχουν στο μικρόβιο της αρχαιοκλιτικής ξιπασιάς· έτσι, ακόμα και για την Αργυρώ, οι ανθρωπινές γενικές (της Αργυρώς) είναι πολύ περισσότερες (100:1) στο γκουγκλ απ’ ό,τι οι ξιπασμένες (της Αργυρούς). Στα ονόματα αρχαιοελληνικής προέλευσης, τα πράγματα είναι πιο μοιρασμένα -για παράδειγμα, για τη Διδώ Σωτηρίου ο στρωτός τύπος της γενικής (της Διδώς Σ.) βγάζει τριπλάσιες γκουγκλιές από τον ξιπασμένο, αλλά στη Σαπφώ Νοταρά φαίνεται να υπερτερεί ο ξιπασμένος τύπος, ελπίζω παροδικά.
Η λύση που εγώ έχω βρει για να σαρκάζω την αρχαιοκλιτική ξιπασιά, μήπως και το κόψουν, είναι να περνάω το -ου και στις άλλες πτώσεις: γεια σου Αργυρού, τι κάνεις Ηρού; θα έρθει και η Λητού; Τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά και σας συνιστώ να το κάνετε και εσείς!