Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2019

καθαιρούμαι: καταστρέφομαι, γκρεμίζομαι
αρχ. χρόνοι: καθηρούμην, καθαιρεθήσομαι, καθηρέθην, καθήρημαι, καθηρήμην



αἱρῶ (-έω) 1) συλλαμβάνω (για έμψυχα), κυριεύω (για άψυχα)· για την παθητική σημασία: ἁλίσκομαι.
2) αἱροῦμαι (μέση διάθεση): εκλέγω, προτιμώ· για την παθητική σημασία: αἱροῦμαι: 1. κυριεύομαι 2. κερδίζομαι 3. εκλέγομαι





Βλ. κ. Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα, Οι διαθέσεις του ρήματοςΚάποια ενεργητικά ρήματα δεν σχηματίζουν παθητικό τύπο, αλλά στην θέση του κάποιο άλλο ρήμα ενεργητικής ή μέσης φωνής ή κάποια περίφραση.
ἀποκτείνω τινά - ἀποθνήσκω ὑπό τινος
ἐκβάλλω τινά - ἐκπίπτω / φεύγω ὑπό τινος
εὗ λέγω τινά - εὖ ἀκούω ὑπό τινος
εὖ ποιῶ τινα - εὖ πάσχω ὑπό τινος
αἱρῶ - ἁλίσκομαι
δίκην λαμβάνω παρά τινος - δίκην δίδωμί τινι.
Το ίδιο ισχύει και για τα αποθετικά ρήματα
αἰδοῦμαί τινα - αἰδοῦς τυγχάνω ὑπό τινος
αἰτιῶμαί τινα - αἰτίαν ἔχω / λαμβάνω ὑπό τινος.