Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Ο Πάπυρος της Οξυρρύγχου αρ. 1786 με αρχαιοελληνική φωνητική αλφαβητική σημειογραφία

Σὲ πάτερ κόσμων, πάτερ αἰώνων, μέλπωμεν] ὁμοῦ πᾶσαι τε θεοῦ λόγιμοι δε […………
…………. οὐ τὰν δείλαν ο]ὐ τὰν ἠῶ σιγάτω, μήδ’ ἄστρα φαεσφόρα χ[λα]δέ-
[σ]θων, ἐ[κ]λειπ[όντων] ρ[ιπαὶ πνοιῶν, πηγαὶ] ποταμῶν ροθίων πᾶσαι, ὑμνούντων δ’ ἡμῶν
[π]ατέρα χυἰὸν χἄγιον πνεῦμα, πᾶσαι δυνάμεις ἐπιφωνούντων ἀμὴν ἀμήν, κράτος, αἶνος
[ἀεὶ καὶ δόξα θεῷ] δ[ωτ]ῆ[ρι] μόνω[ι] [πάν]των ἀγαθῶν, ἀμὴν ἀμήν.

«Εσένα, πατέρα των κόσμων, πατέρα των αιώνων, ας τραγουδήσουμε μαζί, καθώς και όλες του θεού οι έξοχες (δυνάμεις)… (Τα στοιχεία της φύσης που δεν ηρεμούν ούτε το βράδυ,) ούτε το πρωί ας σιγήσουν, ούτε τα φωτεινά τα άστρα να βγάλουν ήχο,[1] ας πάψουν οι ριπές του ανέμου και όλες οι πηγές των ηχηρών ποταμών, την ώρα που εμείς υμνούμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ενώ όλες οι Δυνάμεις[2] αναφωνούν αμήν, αμήν, κράτος, έπαινος αιώνιος και δόξα στον Θεό, τον μόνο χορηγό όλων των αγαθών,[3] αμήν, αμήν».

 

Στην αρχαία ελληνική πόλη Οξύρρυγχος, η οποία κείται σε ένα δυτικό παρακλάδι του Νείλου στην Άνω Αίγυπτο, βρέθηκε το έτος 1918 το αρχαιότερο γραπτό μνημείο της χριστιανικής μουσικής. Ο εν λόγω πάπυρος πήρε τον κατακτήριο αριθμό 1786 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον Α. S. Hunt.ivO Πάπυρος Οξυρρύγχου 1786 χρονολογείται στο β ́ μισό του 3ουαι. μ.Χ. και περιέχει απόσπασμα ύμνου προς την Αγία Τριάδα. Είναι γραμμένοςστη λόγια ελληνική γλώσσα, σε δωρική διάλεκτο και σε προσωδιακό μέτρο, πιο συγκεκριμένα σε αναπαιστικά μονόμετρα. Πάνω από τα λόγια του ποιητικού κειμένου σε μεγαλογράμματη γραφή διακρίνονται σύμβολα –τα λεγόμενα σημεῖαμουσικάή η μουσική στίξις-μιας αρχαιοελληνικής παρασημαντικής. Πρόκειται για τον τύπο της αρχαίας ελληνικής αλφαβητικής φωνητικής σημειογραφίας, η οποία στηρίζεται στην ιωνική αλφάβητο.vΗ μουσική η οποία καταγράφεται στο εν λόγω απόσπασμα είναι στη διατονική υπολυδική αρμονία. Έτσι, ο συγκεκριμένος πάπυρος αποτελεί όχι μόνο το πρώτο ντοκουμέντο χριστιανικής μουσικής, αλλά,ταυτόχρονα,και το τελευταίο της αρχαιοελληνικής μουσικής, λόγω της σημειογραφίας του και της μουσικής του υφής.

Από ιστορική άποψη αποδεικνύει τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, καθώς οι μορφωμένοι Έλληνες χριστιανοί αποδέχτηκαν και χρησιμοποίησαν την κλασική μουσική παράδοση, για να εκφράσουν τις νέες απαιτήσεις της χριστιανικής λατρείας. Γι’ αυτό και ο ύμνος είναι γραμμένος σε ελληνική φωνητική μουσική σήμανση, ενώ ανήκει στο λεγόμενο διατονικό γένος. Αποτελεί το μόνο σωζόμενο παράδειγμα ελληνικής χριστιανικής μουσικής από τους τέσσερις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού. Για τον τρόπο έκφρασής του δεν φαίνεται να αντλεί από την Βίβλο, ούτε φαίνεται να έχει ως πρότυπο βιβλικά χωρία.

Ο ύμνος κλείνει με ένα διπλό αμήν, το οποίο το ακολουθεί κενό, γεγονός που σημαίνει ότι ο ύμνος τελείωνε εκεί. Η αρχή του ύμνου είναι κατεστραμμένη και έτσι δεν ξέρουμε εάν ο πρώτος φθαρμένος στίχος  του χειρογράφου ήταν και ο πρώτος στίχος του ύμνου.

Τα αρχαία ελληνικά μουσικά κείμενα παρουσιάζουν μία σχετικά απλή μέθοδο μουσικής σήμανσης. Γράμματα του ιωνικού αλφαβήτου, συμπληρωμένα με κάποια επιπλέον σύμβολα, σημαδεύουν τη φωνητική μουσική και τοποθετούνται πάνω από το κείμενο με τέτοιο τρόπο, ώστε να αντιστοιχούν σε συλλαβές. Διαφορετικές ομάδες συμβόλων χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την οργανική μουσική ή την απλή μουσική συνοδεία. Η ερμηνεία των συμβόλων της αρχαίας ελληνικής μουσικής είναι γενικά καλά γνωστή στους ειδικούς χάρη στην ύπαρξη ειδικευμένων πραγματειών που μας σώθηκαν από την αρχαιότητα. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το έργο Μουσική Εισαγωγή του Αλύπιου, ο οποίος έζησε στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο. Στη μορφή που σώζεται το έργο περιέχει πίνακες μουσικών συμβόλων. Ο Αλύπιος ερμηνεύει αυτά τα σύμβολα με κάποια προκαταρκτικά σχόλια. Εκεί αναφέρεται στα σημάδια (σημεῖα) για τους 15 τρόπους ή τόνους και στη συνέχεια τα ομαδοποιεί όλα σε δύο ομάδες μουσικών συμβόλων, από τις οποίες η μία αφορά το κείμενο (λέξις) και η άλλη τη μουσική συνοδεία (κρούσις). Όλα τα χειρόγραφά του Αλυπίου διακόπτονται σ’ αυτό το σημείο, αλλά χάρη στην ύπαρξη άλλων παρόμοιων έργων και των ίδιων των μουσικών δειγμάτων της αρχαίας ελληνικής μουσικής είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε μία λίγο-πολύ ολοκληρωμένη εικόνα. Τα μουσικά σύμβολα που μας παρέχει ο Αλύπιος, αλλά και άλλοι συγγραφείς της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, είναι λογικό ότι ταιριάζουν περισσότερο στη μουσική της εποχής τους, ωστόσο φαίνεται να λειτουργούν και για προηγούμενες περιόδους της ελληνικής μουσικής. Σε κάθε περίπτωση ο Αλύπιος, του οποίου οι πίνακες για το διατονικό γένος διασώζονται ακέραιοι, μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόπιστη πηγή για την ερμηνεία των μουσικών συμβόλων που συναντώνται στον πάπυρο μας, ένα χειρόγραφο το οποίο ανήκει στο τέλος της μακραίωνης ελληνικής μουσικής παράδοσης.

 

BIBLIOGRAPHY

Repository.kallipos

http://heterophoton.blogspot.com/2016/09/blog-post_19.html